Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρῡσο-στεφής

См. также в других словарях:

  • ευστεφής — εὐστεφής, ές (Α) ευστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεφής (< στέφος (το) «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστεφής — ές (για ύψωμα ή βουνοκορφή) στεφανωμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στεφης (< στέφος, το «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • θεοστεφής — θεοστεφής, ές (AM) ο θεόστεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο *, + στεφής (< στέφος), πρβλ. ακανθο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • πυριστεφής — ές, Α περικυκλωμένος από φωτιά («πυριστεφής εὐνή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • νεοστεφής — ές (Α νεοστεφής, ές) αυτός που στέφθηκε πριν από λίγο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεόκρατος, ἐπὶ κρατῆρος, ὁ εἰς ὃν ἐγένετο νεωστὶ κρᾱσις οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυστεφής — ές, ΜΑ μσν. αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια 2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.) 3. αυτός που έχει συστραφεί με… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστεφής — ές, Α στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφής (< στέφος [τὸ] < στέφω), πρβλ. λευκο στεφής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»