Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρῡσο-ποίκιλτος

См. также в других словарях:

  • θεοποίκιλτος — θεοποίκιλτος, ον (AM) ο στολισμένος με θεϊκή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποίκιλτος (< ποικίλλω), πρβλ. πολυ ποίκιλτος, χρυσο ποίκιλτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυποίκιλτος — η, ο / πολυποίκιλτος, ον ΝΜ αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος μσν. αυτός που έχει πολλά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσο ποίκιλτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοποίκιλτος — η, ο / χρυσοποίκιλτος, ον, ΝΜΑ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεο ποίκιλτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»