-
1 χρῡσο-ποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλτος, = Vorigem, φοινικίς D. Sic. 17, 26, u. a. Sp.
-
2 χρῡσοποίκιλος,
χρῡσο-ποίκιλος, u. χρῡσο-ποίκιλτος, bunt von Golde, mit Gold bunt gestickt -
3 χρῡσοποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλος, u. χρῡσο-ποίκιλτος, bunt von Golde, mit Gold bunt gestickt -
4 χρυσοποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλτος, ον, = foreg., IG11(2).287 B72 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 380.63 (ii B. C.), D.S.18.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοποίκιλτος
-
5 χρυσοποικιλτος
См. также в других словарях:
θεοποίκιλτος — θεοποίκιλτος, ον (AM) ο στολισμένος με θεϊκή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποίκιλτος (< ποικίλλω), πρβλ. πολυ ποίκιλτος, χρυσο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
πολυποίκιλτος — η, ο / πολυποίκιλτος, ον ΝΜ αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος μσν. αυτός που έχει πολλά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
χρυσοποίκιλτος — η, ο / χρυσοποίκιλτος, ον, ΝΜΑ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek