-
1 χρυσοποικιλτος
-
2 χρυσοποίκιλτος
χρυσοποίκιλτοςmasc /fem nom sg -
3 χρυσοποίκιλτος
η, ο [ος, ον ] вышитый или украшенный золотом -
4 χρυσοποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλτος, ον, = foreg., IG11(2).287 B72 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 380.63 (ii B. C.), D.S.18.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοποίκιλτος
-
5 χρῡσοποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλος, u. χρῡσο-ποίκιλτος, bunt von Golde, mit Gold bunt gestickt -
6 χρυσοποικίλτους
χρυσοποίκιλτοςmasc /fem acc pl -
7 золотошвейный
επ.χρυσοκέντητος, χρυσούφαντος, χρυσοπλούμιστος, χρυσοποίκιλτος.
См. также в других словарях:
χρυσοποίκιλτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοποίκιλτος — η, ο / χρυσοποίκιλτος, ον, ΝΜΑ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
χρυσοποίκιλτος — η, ο ο στολισμένος με χρυσό, ο χρυσοκόσμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσοποικίλτους — χρυσοποίκιλτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάχρυσος — η, ο (Α κατάχρυσος, ον) 1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος 2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό,… … Dictionary of Greek
χρυσοκατάστικτος — ον, Μ χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κατάστικτος] … Dictionary of Greek
χρυσοκόλλητος — η, ο / χρυσοκόλλητος, ον, ΝΜΑ, και χρυσεοκόλλητος Α χρυσοποίκιλτος, χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσόκολλος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσοκολλῶ] … Dictionary of Greek
χρυσοποίκιλος — ον, ΜΑ χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικίλος (πρβλ. σιδηρο ποίκιλος)] … Dictionary of Greek
χρυσοστόλιστος — η, ο / χρυσοστόλιστος, ον, ΝΜ [χρυσοστολίζω] στολισμένος με χρυσάφι, χρυσοποίκιλτος (α. «χρυσοστόλιστη οροφή» β. «χρυσοστόλιστος ἐκκλησία», Ύμν.) … Dictionary of Greek
χρυσοφορητός — και χρυσοφυρητός, ή, όν, Μ [χρυσοφορῶ] χρυσοποίκιλτος, επιχρυσωμένος … Dictionary of Greek
χρυσωτός — ή, ό / χρυσωτός, ή, όν, ΝΜΑ [χρυσῶ / ώνω] χρυσωμένος, χρυσοποίκιλτος … Dictionary of Greek