-
1 χρύσ-ασπις
-
2 χρῡσ-ελεφαντ-ήλεκτρος
χρῡσ-ελεφαντ-ήλεκτρος, von Gold, Elfenbein u. Elektron, damit ausgelegt, ἀσπίς Ep. ad. 606 ( App. 330).
-
3 χρύσασπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρύσασπις
-
4 χρύσασπις
χρύσ-ασπις, ιδος, mit goldenem Schilde -
5 χρυσασπις
(Θήβη Pind.; Παλλάς Eur.; Ῥώμη Anth.)
-
6 χρυσελεφαντήλεκτρος
χρῡσ-ελεφαντήλεκτρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσελεφαντήλεκτρος
-
7 χρυσελεφαντηλεκτρος
2отделанный золотом, слоновой костью и электром
См. также в других словарях:
χάλκασπις — άσπιδος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.) 2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.) 3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες σώμα τού μακεδονικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χρύσασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες σώμα ασπιδοφόρων τού μακεδονικού στρατού αρχ. οπλισμένος με χρυσή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ασπίς (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek