Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρωματιστός

См. также в других словарях:

  • χρωματιστός — ή, ό, Ν αυτός που έχει χρώμα ή χρώματα, έγχρωμος, βαμμένος («ρούχα λευκά και χρωματιστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • χρωματιστός — ή, ό χρωματισμένος, βαμμένος: Αγόρασε χρωματιστά σεντόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαπτός — βαπτός, ή, όν (Α) [βάπτω] 1. βαμμένος, χρωματιστός 2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή 3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • επίχροος — ἐπίχροος, ον (Α) χρωματιστός, έγχρωμος …   Dictionary of Greek

  • μινιάδος — α, ον ζωγραφιστός, χρωματιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. miniado] …   Dictionary of Greek

  • σάγος — ὁ, ΜΑ μσν. υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς αρχ. 1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών 2. μανδύας τών Ισπανών 3. στρατιωτικός μανδύας 4. πιθ. μάλλινο… …   Dictionary of Greek

  • υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… …   Dictionary of Greek

  • Ακεσίνης — Ονομασία δύο ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ο σημερινός ποταμός της ΣικελίαςΚαντάρα. 2. Ο σημερινός ποταμός Τζενάμπ της Ινδίας, που εκβάλλει στον Ινδό. Ο Φιλόστρατος τον αναφέρει με αυτή την ονομασία, αλλά στα αρχαία ινδικά βιβλία αναφέρεται ως… …   Dictionary of Greek

  • έγχρωμος, -η — ο 1. που έχει χρώμα, χρωματισμένος. 2. που έχει ένα ή περισσότερα χρώματα εκτός από το άσπρο και το μαύρο, χρωματιστός. 3. ο νέγρος ή ο ασιάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμέα — η σκληρός και χρωματιστός λίθος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή δακτυλιόλιθων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»