Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

έγχρωμος

См. также в других словарях:

  • έγχρωμος — η, ο 1. χρωματισμένος 2. πολύχρωμος 3. «έγχρωμη ταινία, φωτογραφία κ.λπ.» στην οποία αποτυπώνονται όχι μόνο οι μορφές αλλά και τα χρώματα 4. (για άνθρωπο) όποιος δεν ανήκει στη λευκή φυλή …   Dictionary of Greek

  • έγχρωμος, -η — ο 1. που έχει χρώμα, χρωματισμένος. 2. που έχει ένα ή περισσότερα χρώματα εκτός από το άσπρο και το μαύρο, χρωματιστός. 3. ο νέγρος ή ο ασιάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nanos Valaoritis — (Greek: Νάνος Βαλαωρίτης; born July 5, 1921)[1] is one of the most distinguished writers in Greece today. He has been widely published as a poet, novelist and playwright since 1939, and his correspondence with George Seferis (Allilographia 1945… …   Wikipedia

  • Nanos Valaoritis — Nanos Valaoritis, griech. Νάνος Βαλαωρίτης (* 5. Juli 1921 in Lausanne) ist ein griechischer Dichter und Literaturwissenschaftler. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 2.1 Lyrik …   Deutsch Wikipedia

  • επίχροος — ἐπίχροος, ον (Α) χρωματιστός, έγχρωμος …   Dictionary of Greek

  • κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • χρωματιστός — ή, ό, Ν αυτός που έχει χρώμα ή χρώματα, έγχρωμος, βαμμένος («ρούχα λευκά και χρωματιστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • χρωϊκός — ή, όν, Μ χρωματισμένος, βαμμένος, έγχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρω τής λ. χρώς* «χρώμα» + κατάλ. ικός*] …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Σομαρούγκα, Άντζελο — (Sommaruga). Ιταλός εκδότης (Μιλάνο 1857 1941). Ίδρυσε, το 1876 στο Κάλιαρι την εφημερίδα Πεταλούδα, με έντονο λαϊκό και αντικληρικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια πήγε στο Μιλάνο και στη Ρώμη όπου το 1881 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Βυζαντινά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»