-
1 χρυσομανής
χρυσο-μᾰνής, ές,A mad after gold,σπατάλη AP5.301.2
(Agath.): hence [suff] χρυσο-μᾰνέω, Suid.; [suff] χρυσο-μᾰνία, ἡ, Tz H.3.301 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσομανής
-
2 χρυσοχαίτης
A golden-haired, of Apollo, Pi.P.2.16; [dialect] Dor. nom. [suff] χρῡσό-τᾱς, Limen.4; of Eros, Anacreont.41.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοχαίτης
-
3 χρυσοβαφής
χρῡσο-βᾰφής, ές,A gold-embroidered, Plu.Demetr.41;χ. ἄνακτες Simm.25
.4 [suff] χρῡσο-βέλεμνος, ον, with shafts, arrows of gold, AP9.623 ([place name] Cyrus), Orac. ap. Lyd.Mens.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοβαφής
-
4 χρυσοζύμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοζύμιον
-
5 χρυσοκάνθαρος
χρῡσο-κάνθᾰρος, ὁ,A chafer (cf. χρυσομηλολόνθιον), Sch.Ar.Nu. 761; -κάνθαροι, = Lat. bulli (dub. sens.), Gloss.; also [suff] χρῡσο-κανθαρίς, Jo.Sic. in AB1432.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοκάνθαρος
-
6 χρυσοκάρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοκάρηνος
-
7 χρυσοκίθαρις
χρῡσο-κίθᾰρις [κῐ],A with golden lyre, prob. in Tim.Pers. 215 ( χρυσεο- Pap.), cf. Hsch. s.v. χρυσάωρ; also [suff] χρῡσο-κίθᾰρος, Suid. s.v. χρυσάορον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοκίθαρις
-
8 χρυσόκολλος
χρῡσό-κολλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόκολλος
-
9 χρυσολύρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσολύρης
-
10 χρυσομίτρης
A with girdle or headband of gold, epith. of Dionysus, S.OT 209 (lyr.); pecul. fem. -μίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσομίτρης
-
11 χρυσοπήνιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοπήνιτος
-
12 χρυσόπηχυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόπηχυς
-
13 χρυσορρόης
A streaming with gold,Νεῖλος Supp.Epigr.8.549.17
(Egy pt, Hymn to Isis), Ath.5.203c; cf. χρυσορόης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσορρόης
-
14 χρυσοτόρευτος
χρῡσο-τόρευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοτόρευτος
-
15 χρυσοφανής
χρῡσο-φᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφανής
-
16 χρυσοβάλανος
A = βάλανος μυρεψική, Gal.13.147, 155.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοβάλανος
-
17 χρυσοβήρυλλος
χρῡσο-βήρυλλος, ὁ,A beryl with a tinge of gold colour, Plin.HN37.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοβήρυλλος
-
18 χρυσοβόστρυχος
χρῡσο-βόστρῠχος, ον, in Alchemy,A goldentressed, Olymp.Alch.p.95B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοβόστρυχος
-
19 χρυσόβωλος
χρῡσό-βωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόβωλος
-
20 χρυσογέως
A with soil of gold: τὸ χρυσόγεων the land of gold-ore, Philostr.VA6.1:— [full] χρῡσόγειος, ον, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσογέως
См. также в других словарях:
Χρυσό — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Σερρών. Είναιέδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… … Dictionary of Greek
παχλεβί — Χρυσό νόμισμα του Ιράν, που αντιστοιχεί σε 20 χρυσά ριάλ και είναι ισότιμο με τη χρυσή λίρα Αγγλίας. Το π. κόπηκε για πρώτη φορά το 1930 με σκοπό να σταθεροποιήσει το ιρανικό νόμισμα … Dictionary of Greek
ταρί — Χρυσό νόμισμα, που έκοψαν οι Άραβες στη Σικελία. Ήταν σε χρήση τον 10o και τον 11o αι. Οι δύο όψεις ενός ταρίου. Οι δύο όψεις ενός ταρίου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek