-
1 χρυσόκολλος
χρῡσό-κολλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόκολλος
См. также в других словарях:
λιθοκόλλητος — η, ο (Α λιθοκόλλητος, ον) αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.) αρχ. 1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.… … Dictionary of Greek
χαλκοκόλλητος — ον, Α αυτός που έχει συγκολληθεί με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κόλλητος (< κολλητός < κολλῶ), πρβλ. χρυσο κόλλητος] … Dictionary of Greek
πολυκόλλητος — ον, Α συγκολλημένος από πολλά κομμάτια, κατασκευασμένος από πολλά κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κολλητός (< κολλῶ), πρβλ. χρυσο κόλλητος] … Dictionary of Greek