-
1 χρυσόγειον
χρυσόγειοςwith soil of gold: masc /fem acc sgχρυσόγειοςwith soil of gold: neut nom /voc /acc sg -
2 χρυσογέως
A with soil of gold: τὸ χρυσόγεων the land of gold-ore, Philostr.VA6.1:— [full] χρῡσόγειος, ον, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσογέως
См. также в других словарях:
χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] … Dictionary of Greek
χρυσόγειον — χρυσόγειος with soil of gold masc/fem acc sg χρυσόγειος with soil of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσόγεως — ων, Α βλ. χρυσόγειος … Dictionary of Greek