-
1 χρυσογέως
A with soil of gold: τὸ χρυσόγεων the land of gold-ore, Philostr.VA6.1:— [full] χρῡσόγειος, ον, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσογέως
См. также в других словарях:
ξανθόγεως — ξανθόγεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ξανθό, πυρρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + γεως (< γαία), πρβλ. μεσό γεως, χρυσό γεως] … Dictionary of Greek
ψαμμόγεως — ων, Α αυτός που έχει αμμώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + γεως (βλ. λ. γη), πρβλ. χρυσό γεως] … Dictionary of Greek
χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] … Dictionary of Greek