-
1 χρυσαορος
2(Ἀπόλλων Hom., HH., Pind.; Δημήτηρ HH.; Ἄρτεμις Her.)
-
2 χρυσάορος
A = χρυσάωρ, with sword of gold, epith. of Apollo, Il.5.509, 15.256, Pi.P.5.104; also of Demeter, h.Cer.4; of Artemis, Orac. ap. Hdt.8.77; of Orpheus, Pi.Fr.139.9; so [full] χρυσᾱορεύς, έως, of Zeus at Stratonicea, Str.14.2.25, cf. OGI234.24 (Delph., iii B. C.); also [full] χρυσᾱόριος, CIG2720,2721 ([place name] Stratonicea): hence [full] χρῡσᾱορεῖς, οἱ, of a league formed by his worshippers, τὸ χρυσαορέων ἔθνος OGIl.c.12, cf. 111.8 (Egypt, ii B. C.); called τὸ χρυσαορικὸν σύστημα, Str.l.c.; cf. St.Byz. s.v. [full] χρῡσᾱορίς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάορος
-
3 χρυσάορος
χρῡσά̱ορος, χρυσάοροςwith sword of gold: masc /fem nom sgχρῡσά̱ορος, χρυσάωρmasc /fem gen sg -
4 Χρυσάορος
Χρυσάωρmasc gen sg -
5 χρυσάορος
χρῡςᾱορος = χρυσάωρ. χρυ[σάορος] παῖς (supp. Snell: χρυ[σαο]ραις G-H: Σ Hom. in P. Oxy. 1087. 25: hic Σ adfert adiectivorum exx., quorum casus nom. eandem formam exhibet atque genetivus adj. primarii ab eadem radice ducti) fr. 330. -
6 χρῡσάορος,
χρῡσ-άορος, u. χρῡσ-ᾱορεύς, ὁ, mit goldenem Schwerte, poet. Beiwort bes. der Götter, gew. des Apollo, aber auch der Demeter, der Artemis, des Zeus, des Orpheus; da ἄορ, wie ὅπλον, jedes Gerät bedeuten kann: bei Apoll mit goldenem Bogen oder goldener Kithara, bei der Demeter mit goldener Sichel, bei der Artemis mit goldenen Pfeilen, bei Zeus endlich vom Blitz; ἄορ kann nur das Schwert bedeutet; daß ein kriegerisches Volk auch die Göttinnen mit einem Schwerte schmückte, darf nicht auffallen -
7 χρυσαωρ
-
8 χρυσάορον
χρῡσά̱ορον, χρυσάοροςwith sword of gold: masc /fem acc sgχρῡσά̱ορον, χρυσάοροςwith sword of gold: neut nom /voc /acc sg -
9 ἄορ
ἄορ, - οροςGrammatical information: n.Meaning: `sword' (Il.)Compounds: (gen.) χρυσάορος, χρυσάορ -α, -ι (Il.), epithet of gods and godesses, also of Orpheus, `with golden sword', but others take it as `with golden (hanging) ornament' (below); also PN Χρυσάωρ (Hes.).Origin: IE [Indo-European]X [probably] [771] *n̥s- `sword'Etymology: ἄορ was taken as noun of ἀείρω with orig. meaning `what hangs', what would fit χρυσάορος well. With o-grade or Aeolic zero grade. Ruijgh, Lingua 25 (1970) 312f., rejects this, and assumes *n̥s-r̥, connected with Lat. ensis and Skt. asi- (both with *n̥s-), though the Skt. word means `butcher's knife'. One points also to Pal. hasira- dagger', but * h₂ns- would give Gr. *αν-.Page in Frisk: 1,117Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄορ
-
10 χρῡσ-άωρ
-
11 Απολλων
- ωνος ὅ (ᾰ; voc. Ἄπολλον; арх. acc. - в клятвах - Ἀπόλλω) Аполлон (сын Зевса и Лето, брат-близнец Артемиды, рожденный на о-ве Делос, бог света, пророческого дара, поэзии и врачевания, хранитель стад, предводитель Муз - Μουσηγέτης, - впосл. отожд. с Гелиосом; его эпитеты у Hom.: Σμινθεύς «истребитель мышей», Φοῖβος «бог света», λυκηγενής «светорожденный», ἀφήτωρ, ἑκάεργος, ἕκατος, ἑκατηβόλος и ἑκηβόλος «стрелок», κλυτότοξος «со славным луком», ἀργυρότοξος «сребролукий», χρυσάορος «с золотым мечом», ἀκερσεκόμης «длиннокудрый», ἄναξ «владыка»)ναὴ (тж. μὰ и νέ) τὸν Ἀπόλλω! Xen., Arph. — клянусь Аполлоном!
-
12 χρυσαόρου
χρῡσᾱόρου, χρυσάοροςwith sword of gold: masc /fem /neut gen sg -
13 χρυσαόρω
-
14 χρυσαόρῳ
-
15 χρυσάορα
χρῡσά̱ορα, χρυσάοροςwith sword of gold: neut nom /voc /acc plχρῡσά̱ορα, χρυσάωρmasc /fem acc sg -
16 χρυσάωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάωρ
-
17 χρυσόξιφος
χρῡσό-ξῐφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόξιφος
-
18 Ἀπόλλων
Ἀπόλλων, ᾎπόλλωνος: Apollo, son of Zeus and Leto, and brother of Artemis, like her bringing sudden, painless death (see ἀγανός); god of the sun and of light, Φοῖβος, λυκηγενής, of prophecy (his oracle in Pytho, Od. 8.79), Il. 1.72, Od. 8.488; but not in Homer specifically god of music and leader of the Muses, though he delights the divine assembly with the strains of his lyre, Il. 1.603; defender of the Trojans and their capital, and of other towns in the Trojan domain, Cilla, Chryse, Il. 1.37, Il. 4.507; epithets, ἀκερσεκόμης, ἀφήτωρ, διΐφιλος, ἑκατηβόλος, ἕκατος, ἑκηβόλος, ἑκάεργος, ἰήιος, λᾶοσσόος, παιήων, χρῦσάορος, Σμινθεύς, Φοῖβος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀπόλλων
См. также в других словарях:
χρυσάορος — χρῡσά̱ορος , χρυσάορος with sword of gold masc/fem nom sg χρῡσά̱ορος , χρυσάωρ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάορος — ον, και ποιητ. τ. χρυσάωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (για θεούς) αυτός που έχει χρυσό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άορος / άωρ (< ἄορ / ἆορ «ξίφος»). Η άποψη, ωστόσο, ότι το β συνθετικό τού τ. ανάγεται στη λ. ἀήρ δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
Χρυσάορος — Χρυσάωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαορεύς — έως, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός) χρυσάορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάορος + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
χρυσαόριος — ον, Α [χρυσάορος] χρυσάορος* … Dictionary of Greek
χρυσάορον — χρῡσά̱ορον , χρυσάορος with sword of gold masc/fem acc sg χρῡσά̱ορον , χρυσάορος with sword of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… … Dictionary of Greek
χρυσάορα — η, Ν ζωολ. γένος κνιδόζωων σκυφοζώων τής υφομοταξίας σκυφομέδουσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysaora (< χρυσάορος] … Dictionary of Greek
χρυσάωρ — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα καιτης Μέδουσας, αδελφός του Πήγασου και πατέρας του τρικέφαλου γίγαντα Γηρυόνη, από τη νύμφη του Ωκεανού Καλλιρρόη. Ο X., μαζί με τον Πήγασο, ξεπήδησαν από τον λαιμό της Μέδουσας, όταν τον έκοψε ο Περσέας.… … Dictionary of Greek
χρυσαορίς — ίδος, Α (για θεά) αυτή που φέρει ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάορος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ποικιλ ίς)] … Dictionary of Greek
χρυσαορικός — ή, όν, Α [χρυσάορος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσάορο … Dictionary of Greek