Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐχραίσμησα

См. также в других словарях:

  • ἐχραίσμησα — χραισμέω ward off aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραισμώ — έω, Α (επικ. τ.) 1. απομακρύνω, αποκρούω κάτι το ολέθριο, το καταστρεπτικό για κάποιον («τῶν οὔ τις δύναται χραισμῆσαι ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. παρέχω βοήθεια, ωφελώ («καὶ γὰρ σοι ποταμός γε πάρα μέγας, εἰ δύναται τι χραισμεῑν», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»