-
1 χρεωφειλετης
- ου ὅ должник(χιλίων καὴ τριακοσίων ταλάντων Plut.; δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι NT.)
-
2 χρεωφειλέτης
χρεωφειλέτηςdebtor: masc nom sg -
3 χρεωφειλέτης
χρεωφειλέτης s. χρεοφειλέτης.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > χρεωφειλέτης
-
4 χρεωφειλέτης
ο должник -
5 χρεωφειλέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρεωφειλέτης
-
6 χρεωφειλέτης
χρε-ωφειλέτης, ὁ, der Schuldner, der Verschuldete -
7 χρεωφειλέται
χρεωφειλέτηςdebtor: masc nom /voc plχρεωφειλέτᾱͅ, χρεωφειλέτηςdebtor: masc dat sg (doric aeolic) -
8 χρεωφειλέταις
χρεωφειλέτηςdebtor: masc dat pl -
9 χρεωφειλέτην
χρεωφειλέτηςdebtor: masc acc sg (attic epic ionic) -
10 χρεωφειλέτου
χρεωφειλέτηςdebtor: masc gen sg -
11 χρεωφειλέτας
χρεωφειλέτᾱς, χρεωφειλέτηςdebtor: masc acc plχρεωφειλέτᾱς, χρεωφειλέτηςdebtor: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 χρε-ωφείλης
χρε-ωφείλης, ὁ, = χρεωφειλέτης, zw.
-
13 χρε-οφειλέτης
χρε-οφειλέτης, ὁ, schlechtere Form für χρεωφειλέτης.
-
14 χρεώστης
χρεώστης, ὁ, der Schuldner, Luc. abdic. 15 u. Plut.; nach Schol, Ar. Nubb. 241 att. für χρεωφειλέτης.
-
15 χρεωφειλετών
-
16 χρεωφειλετῶν
-
17 χρεωφειλέτη
-
18 χρεωφειλέτῃ
-
19 DÓLGR
m. enemy, fiend; dauðir dólgar, ghosts.* * *( dolgr), m. [Ulf. renders χρεωφειλέτης, Luke vii. 41, by dulgisskula; and δανειστής, id., by dulgahaitja]:—a fiend; dauðir dólgar, ghosts, Hkv. 2. 49—verða öflgari allir á nóttum dauðir dólgar mær, en um daga ljósa—used synonymous to ‘devil,’ djöfull, Fms. iii. 200, vi. 143, x. 172 (of a giant); þar sat dólgr í hásæti, mikill ok illiligr (of witches), Fas. ii. 184; svartir dólgar, Karl. 525; sögðu at sá d. væri kominn í bygðina er þeim þætti eigi dæll viðfangs, Grett. 127; söku-dólgr, a criminal; vide dylgja. -
20 χρειοφελέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρειοφελέτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χρεωφειλέτης — debtor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωφειλέτης — και χρεοφειλέτης, ο, ΝΑ πρόσωπο που έχει χρηματικές οφειλές, χρεώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος/ χρεῖος + ὀφειλέτης. Το ω του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χρεωφειλέται — χρεωφειλέτης debtor masc nom/voc pl χρεωφειλέτᾱͅ , χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωφειλετῶν — χρεωφειλέτης debtor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωφειλέταις — χρεωφειλέτης debtor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωφειλέτην — χρεωφειλέτης debtor masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωφειλέτου — χρεωφειλέτης debtor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωφειλέτῃ — χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεωφειλέτας — χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc acc pl χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισαχθής — ἐπισαχθής, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης» … Dictionary of Greek
χρειοφειλέτης — ὁ, Α ιων. τ. βλ. χρεωφειλέτης … Dictionary of Greek