Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρεωφειλέτης

См. также в других словарях:

  • χρεωφειλέτης — debtor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτης — και χρεοφειλέτης, ο, ΝΑ πρόσωπο που έχει χρηματικές οφειλές, χρεώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος/ χρεῖος + ὀφειλέτης. Το ω του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χρεωφειλέται — χρεωφειλέτης debtor masc nom/voc pl χρεωφειλέτᾱͅ , χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλετῶν — χρεωφειλέτης debtor masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέταις — χρεωφειλέτης debtor masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτην — χρεωφειλέτης debtor masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτου — χρεωφειλέτης debtor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτῃ — χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεωφειλέτας — χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc acc pl χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισαχθής — ἐπισαχθής, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης» …   Dictionary of Greek

  • χρειοφειλέτης — ὁ, Α ιων. τ. βλ. χρεωφειλέτης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»