-
1 χρεωφειλέτη
-
2 χρεωφειλέτῃ
См. также в других словарях:
χρεωφειλέτῃ — χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 χρεωφειλέτη
2 χρεωφειλέτῃ
χρεωφειλέτῃ — χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)