Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χοίνικες

См. также в других словарях:

  • χοίνικες — χοί̱νικες , χοῖνιξ choenix fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοίνικος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.) 2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικον α) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικες …   Dictionary of Greek

  • άδδιξ — ἄδδιξ ( ιχος), η (Α) μέτρο χωρητικότητας, που ισοδυναμούσε με τέσσερεις χοίνικες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν πρόκειται για δάνειο από ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει με πολλές λέξεις που συνδέονται με έννοιες μετρήσεως π.χ. κοτύλη,… …   Dictionary of Greek

  • διχοίνικος — διχοίνικος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει δύο χοίνικες 2. το ουδ. ως ουσ. το διχοίνικον μέτρο δύο χοινίκων …   Dictionary of Greek

  • εννεακαιεικοσιχοίνικος — ἐννεακαιεικοσιχοίνικος, ον (Α) (για δοχεία) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει εικοσιεννέα χοίνικες …   Dictionary of Greek

  • καπίθη — καπίθη, ἡ (Α) περσικό μέτρο χωρητικότητας, δύο αττικές χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από την Περσική που συνδέεται με τον τ. καπέτις*] …   Dictionary of Greek

  • οιφεί — οἰφεί και ὀφί και ἶφι και οἴφιν, τὸ (Α) είδος αιγυπτιακού μέτρου το οποίο ισοδυναμούσε με 4 χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. ephah] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα ίση με σαράντα χοίνικες («ἀρτάβη τεσσαρακονταχοίνικος», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + χοῖνιξ, ικος (πρβλ. πεντα χοίνικος)] …   Dictionary of Greek

  • τετραχοίνικος — ον, Α αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χοίνικες («μέτρον τετραχοίνικον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοίνικος (< χοῖνιξ, οίνικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που περιέχει τριάντα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + χοίνικος (< χοῖνιξ, ικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] …   Dictionary of Greek

  • τριτεύς — έως, ὁ, Α το ένα τρίτο τού μεδίμνου, δέκα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»