-
1 χοίνικες
χοί̱νικες, χοῖνιξchoenix: fem nom /voc pl -
2 χοίνικες
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χοίνικες
-
3 χοινιξ
- ῐκος ἥ1) хеник (мера сыпучих тел, преимущ. хлеба, ок. 1.1 л, считавшаяся дневной продовольственной нормой на одного человека: χ. ἀλφίτων Thuc.; χ. πυρῶν Plut.; χ. σίτου NT.)ὅ κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται Hom. — всякий, кто прикасается к моему хенику, т.е. ест мой хлеб;
2) pl. ножные оковы или колодки(αἱ χοίνικες καὴ πέδαι Arph.; χοίνικες καὴ ξύλον Dem.)
-
4 τριχοίνικος
τρῐ-χοίνῐκος, ον,A holding or measuring threeχοίνικες, ἄρτος X.An. 7.3.23
: τριχοίνικον, τό, a measure of three χοίνικες, Poll.1.246; as tribute in Egypt, PTeb.61 (b). 319 (ii B. C.), al.:—in Comic phrase, τ. ἔπη most capacious words, Ar.V. 481 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριχοίνικος
-
5 τρι-χοίνικος
τρι-χοίνικος, drei χοίνικες haltend, Xen. An. 7, 3, 23; daher ἔπος, Ar. Vesp. 500, komisch, ein ungeheures, Viel in sich fassendes Wort.
-
6 χοῖνιξ
χοῖνιξ, ικος, ἡ, 1) ein Getraidemaaß, so viel wie vier κοτύλαι od. zwei sextarii, d. i. so viel Getreide gewöhnlich als Tageskost auf einen Menschen gerechnet wurde; oft bei Her., s. Wessel. zu 7, 187; Ar. u. Folgde; dah. tägliche Kost, sprichwörtlich ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται, wer mein Kornmaaß anrührt, d. i. wer in meiner Kost steht, Od. 19, 28; ἐπὶ χοίνικος καϑῆσϑαι, sein Brot müßig verzehren, Pythag. Ath. 452 e; vgl. Thuc. 4, 16; Plut. Symp. 7, 4; Ael. V. H. 1, 26; Ath. III, 98, d VI, 272 b; bes. die tägliche Portion der Sklaven, Theocr. 15, 95; Hesych. erkl. χοίνικες αἱ ἀπὸ μέρους τροφαί. – 2) die Büchse am Rade, auch χοινίκη, VLL. – 3) eine Art Fußeisen, hölzerne od. eiserne Fesseln, in welche die Beine gesteckt wurden, αἱ κνῆμαι τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποϑοῦσαι Ar. Plut. 276; χοίνικας παχείας ἔχων καὶ ξύλον Dem. 18, 129. – [Die Angabe des Draco p. 27, 11. 44, 7. 93, 10. 100, 3, ι sei in den dreisylbigen Casus lang, findet sich nirgends bestätigt; sie scheint auf einer Verwechselung mit φοίνιξ zu beruhen.]
-
7 καπίθη
-
8 κάδδιχος
-
9 μέδιμνος
μέδιμνος, ὁ (vgl. modius), ion. auch ἡ, Her. 1, 192, aber auch ὁ, 7, 187, das gewöhnliche attische Getreidemaaß, das 6 ἑκτεῖς od. 48 χοίνικες od. 192 κοτύλαι enthielt, ungefähr 2 röm. Amphoren, 2602 Pariser Kubikzoll, 15/16 des Berliner Scheffels, Hes. frg. 14; Pol. führt einen μ. Ἀττικός an, 6, 39, 13, u. einen Σικελικός, 2, 15, 1, welcher um ein Sechstel kleiner war. – So wie bei uns sagte man μεδίμνῳ ἀπομετρεῖν παρὰ πατρὸς ἀργύριον, das Geld mit Scheffeln messen, Paroem. App. 3, 83; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 27. – In Unteritalien hieß die Brunnenröhre, κρουνός, so, D. Sic. 12, 10.
-
10 ἄδδιξ
-
11 αδδιξ
ῐχος ἥ аддих ( мера сыпучих тел = 4 χοίνικες) Arph. -
12 καδδιχος
ὅ каддих ( мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т.е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον)(Plut. - v. l. κάδδος)
-
13 καπιθη
ἡ капита ( персидская мера сыпучих тел = 2 атт. χοίνικες) Xen. -
14 μεδιμνος
ὅ (у Her. тж. ἥ)1) медимн (атт. мера сыпучих тел = 6 ἑκτεῖς = 48 χοίνικες = 52.53 л)κατὰ μέδιμνον συνωνεῖσθαι Lys. — покупать (хлеб) по медимну;
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ΄ ἀνέρ οὐδεὴς ἔτι Arph. — ни один мужчина не вправе уже распоряжаться более, чем медимном (т.е. так же ограничен в правах, как женщина, юридическая дееспособность которой была ограничена, по аттическим законам, стоимостью одного медимна зерна)2) ( в Сибарисе) водопровод Diod. -
15 διχοινικία
δῐχοινῐκ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχοινικία
-
16 διχοίνικος
δῐχοίνῐκ-ος, ον,II Subst. διχοίνικον, τό, measure of two χ., SIG945.4 (pl., Assos, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχοίνικος
-
17 καπίθη
καπίθη, ἡ, -
18 οἰφεί
-
19 πενταχοίνικος
πεντᾰ-χοίνῐκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταχοίνικος
-
20 τεσσαρακονταχοίνικος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακονταχοίνικος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χοίνικες — χοί̱νικες , χοῖνιξ choenix fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοίνικος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.) 2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικον α) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικες … Dictionary of Greek
άδδιξ — ἄδδιξ ( ιχος), η (Α) μέτρο χωρητικότητας, που ισοδυναμούσε με τέσσερεις χοίνικες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν πρόκειται για δάνειο από ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει με πολλές λέξεις που συνδέονται με έννοιες μετρήσεως π.χ. κοτύλη,… … Dictionary of Greek
διχοίνικος — διχοίνικος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει δύο χοίνικες 2. το ουδ. ως ουσ. το διχοίνικον μέτρο δύο χοινίκων … Dictionary of Greek
εννεακαιεικοσιχοίνικος — ἐννεακαιεικοσιχοίνικος, ον (Α) (για δοχεία) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει εικοσιεννέα χοίνικες … Dictionary of Greek
καπίθη — καπίθη, ἡ (Α) περσικό μέτρο χωρητικότητας, δύο αττικές χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από την Περσική που συνδέεται με τον τ. καπέτις*] … Dictionary of Greek
οιφεί — οἰφεί και ὀφί και ἶφι και οἴφιν, τὸ (Α) είδος αιγυπτιακού μέτρου το οποίο ισοδυναμούσε με 4 χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. ephah] … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα ίση με σαράντα χοίνικες («ἀρτάβη τεσσαρακονταχοίνικος», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + χοῖνιξ, ικος (πρβλ. πεντα χοίνικος)] … Dictionary of Greek
τετραχοίνικος — ον, Α αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χοίνικες («μέτρον τετραχοίνικον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοίνικος (< χοῖνιξ, οίνικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] … Dictionary of Greek
τριακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που περιέχει τριάντα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + χοίνικος (< χοῖνιξ, ικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] … Dictionary of Greek
τριτεύς — έως, ὁ, Α το ένα τρίτο τού μεδίμνου, δέκα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek