-
1 χορεῖος
A of or belonging to a chorus or dance,ἀοιδή A.R.2.714
, cf. Ael.NA2.11; epith. of Dionysus, Plu.2.680b; of Antinous, IG22.1105 Ab10, Ac3; χορεῖοι (sc. ἀγῶνες) CIG 5328 ([place name] Teuchira).II in metre, χορεῖος, ὁ, = τροχαῖος, Cic.de Or.3.50.193, Plu.2.1141b.2 = τρίβραχυς, D.H.Comp.17,18, Aristid.Quint.1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορεῖος
См. также в других словарях:
χορίαμβος — ο, ΝΜΑ (μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορ εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος] … Dictionary of Greek