-
1 χλόος
-
2 χλόος
χλόοςgreenish-yellow: masc nom sg -
3 χλόος
χλόος, ὁ,A greenish-yellow or light green colour: hence, pallor,χ. εἷλε παρειάς A.
R.2.1216, cf. 3.298, Nic.Al. 570, 579;δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χ. Call.Aet.3.1.12
; [var] contr. [full] χλοῦς Hp. ap. Gal.19.155. -
4 χλόος
χλόος, ὁ, die grüngelbe od. hellgrüne Farbe -
5 κατά-χλοος
κατά-χλοος, sehr grün, Galen., zw.
-
6 εὔ-χλοος
-
7 μεσό-χλοος
μεσό-χλοος, halbgrünend, Nic. Ther. 753.
-
8 δονακό-χλοος
δονακό-χλοος, zsgzgn - χλους, mit dem acc. δονακόχλοα, von Rohr grünend, der Eurotas, Eur. I. T. 400, wofür Hel. 355 δόνακι χλωρός steht.
-
9 ἄ-χλοος
ἄ-χλοος, zsgz. ἄ-χλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.
-
10 ἐπί-χλοος
ἐπί-χλοος, obenauf grün, Opp. H. 1, 131; Nic. Al. 474.
-
11 ὑπό-χλοος
ὑπό-χλοος, ein wenig blaßgelb, Callim. Del. 80.
-
12 ὑδατό-χλοος
ὑδατό-χλοος, = Folgdm, Galen. aus Hippocr.
-
13 ἔγ-χλοος
-
14 χλόον
χλόοςgreenish-yellow: masc acc sg -
15 πύξος
πύξος, ἡ, der Buxbaum, das Buxbaumholz; Arist. mund. 6, 37 Theophr. u. A.; – bes. bemerkt wird die bleichgelbe Farbe des Buxbaumholzes, χροιὴ πύξου, Nic. Th. 516, πύξοιο χλόος, Al. 592.
-
16 χλοῦς
-
17 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
18 ακροχλοος
-
19 αχλοος
-
20 δονακοχλοος
См. также в других словарях:
χλόος — greenish yellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χλοῡς … Dictionary of Greek
χλόον — χλόος greenish yellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχλους — εὔχλους, ουν και εὔχλοος, οον (Α) 1. χλοερός, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση 2. (επίθ. τής Δήμητρας) αυτή που παρέχει πλούσια, άφθονη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χλους (< χλοος < χλόη), πρβλ. ά χλοος, κακό χλοος] … Dictionary of Greek
μεσόχλοος — μεσόχλοος, ον (Α) χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
φοινικόχλοος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) κιτρινοπράσινος, ξανθόχλους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
υδατόχλοος — ον, Α αυτός που έχει το κυανό ή πράσινο χρώμα τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + χλοος (< χλόη), πρβλ. σμαραγδό χλοος] … Dictionary of Greek
υπόχλοος — ον, Α κιτρινωπός ή πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ἐπί χλοος] … Dictionary of Greek
Flora — FLORA, æ, Gr. Χλωρὶς, ίδος. 1 §. Namen. Der lateinische Namen. Flora kömmt von dem griechischen. χλωρὶς her, indem das X in ein F verwandelt ist; Ovid. Fast. V. 195. Hingegen aber stammet χλωρὶς von χλόος ab, welches die grüne Farbe der Kräuter… … Gründliches mythologisches Lexikon
εφαιρώ — ἐφαιρῶ, έω (Α) 1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.) 2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, έομαι εκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο 3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ] … Dictionary of Greek
ξανθόχλους — ξανθόχλους, ουν και οος, οον (Α) κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν τής ξερής χλόης («φοινικόχλοος ξανθόχλοος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χλοος / χλους (< χλόη)] … Dictionary of Greek