-
1 χλωρής
χλωράωpres ind act 2nd sg (doric)χλωράωpres ind act 2nd sg (epic doric ionic)χλωράζωeat green provender: fut ind act 2nd sg (doric)χλωρέωpres ind act 2nd sg (doric)χλωρεύςbird: masc nom plχλωρεύςbird: masc nom /voc plχλωρόςgreenish-yellow: fem gen sg (epic ionic) -
2 χλωρῆς
χλωράωpres ind act 2nd sg (doric)χλωράωpres ind act 2nd sg (epic doric ionic)χλωράζωeat green provender: fut ind act 2nd sg (doric)χλωρέωpres ind act 2nd sg (doric)χλωρεύςbird: masc nom plχλωρεύςbird: masc nom /voc plχλωρόςgreenish-yellow: fem gen sg (epic ionic) -
3 πέμφιξ
A breath, blast, ἀπῇξε πέμφιξ Ἰονίου πέλας πόρου prob. in S. Fr. 337;κεραυνία π. βροντῆς Id.Fr. 538
; δυσχείμερος π. A.Fr. 195.4.4 cloud, πέμφιγι.. ἀγγέλῳ πυρός cloud, harbinger of lightning, S.Fr. 539 ; driving rain or rain-cloud, Ibyc.17; πελιδναὶ φλύκταιναι πέμφιξιν ἐειδόμεναι ὑετοῖο,.. ἀμυδρήεσσαι ἐς ὠπήν livid pustules like rain clouds (in colour).. dim to the sight, Nic.Th. 273 (but = bubbles acc. to Sch.); dub. sens. in Call.Fr. 483 (prob. = Oxy.2080.43).6 pustule or part surrounding a pustule, ἐφίσταται π. οἷον ἐλαίου χλωρῆς ὥσπερ ἀράχνιον Euryphon ap. Gal.17 (1).886. -
4 ἀντίδορος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίδορος
См. также в других словарях:
χλωρῆς — χλωράω pres ind act 2nd sg (doric) χλωράω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) χλωράζω eat green provender fut ind act 2nd sg (doric) χλωρέω pres ind act 2nd sg (doric) χλωρεύς bird masc nom pl χλωρεύς bird masc nom/voc pl χλωρός greenish… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek
αζωτολόγα φυτά — Τα φυτά που εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. Ανήκουν όλα στην τάξη χεδρωπά ή λεγκουμινώδη. Χρησιμοποιούνται από τους γεωργούς για τη βελτίωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών, με τη μέθοδο της χλωρής λίπανσης. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek
χλωρή λίπανση — Παράχωμα χλωρών φυτών, σπαρμένων συνήθως με τον σκοπό να εγκαταλείψουν το έδαφος, με οργανική μορφή, τις ουσίες που απορρόφησαν και επεξεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους και ιδιαίτερα το άζωτο (ριζοβακτήριο). Συνήθως χρησιμοποιούνται … Dictionary of Greek