-
1 χλανισκιον
-
2 χλανίσκιον
χλανίσκιον, τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.
-
3 χλανίσκιον
χλανίσκιονneut nom /voc /acc sg -
4 χλανίσκιον
Aὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr.1.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλανίσκιον
-
5 χλανισκιδίων
χλανίσκιονneut gen plχλανισκίδιονneut gen pl -
6 χλανίσκια
χλανίσκιονneut nom /voc /acc pl -
7 χλανισκιδιον
-
8 κλανίσκιον
A = χλανίσκιον, Jahresh.16 Beibl.53 (Athens, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλανίσκιον
-
9 παιδισκεῖος
II Subst. [full] παιδισκεῖον, τό, brothel, Ath.10.437f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδισκεῖος
-
10 καρτός
Grammatical information: adj.Meaning: adjunct of onion, garlic ( πράσον, κρόμμυον) `cut', τὸ καρτόν `chive' (Dsc., Gal., Gp.); also of clothes, `(finely) cut'? (IG 22 1514, 39f.; χλανίς, χλανίσκιον); καρτοί κεκουρευμένοι H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: - Verbal adjective of κείρω (s. v.); but no form *καρτος is known. For the connection with onion cf. NHG Schnittlauch (chive) and Knoblauch (garlic), from OHG klobo-louh to OE clufu `onion' and OHG klioban ` klieben, split'; Lat. sectīle porrum `chive'. So the etym. remains uncertain.Page in Frisk: 1,794Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρτός
См. также в других словарях:
χλανίσκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία] … Dictionary of Greek
χλανισκιδίων — χλανίσκιον neut gen pl χλανισκίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανίσκια — χλανίσκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλανίσκιον — κλανίσκιον, τὸ (Α) επιγρ. χλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίσκιον, με απώλεια τής δασύτητας, πιθ. κατ επίδραση τού κλανίον] … Dictionary of Greek
παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) … Dictionary of Greek