-
1 χλανισκιδιον
-
2 χλανισκίδιον
χλανισκίδιον, τό, dim. von χλανίδιον, μικρόν Ar. Pax 967, u. Sp.
-
3 χλανισκίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλανισκίδιον
-
4 χλανιδίσκιον
χλανιδίσκιον, τό, dim. von χλανίς, Aristaen. 1, 11. Vgl. χλανισκίδιον.
-
5 χλανισκιδίων
χλανίσκιονneut gen plχλανισκίδιονneut gen pl -
6 χλανιδίσκιον
χλᾰνιδ-ίσκιον, τό,A = χλανίδιον, Aristaenet.1.11 (nisi leg. χλανισκίδιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλανιδίσκιον
См. также в других словарях:
χλανισκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ισκ ίδιον (< υποκορ. καταλ. ίσκος + ίδιον)] … Dictionary of Greek
χλανισκιδίων — χλανίσκιον neut gen pl χλανισκίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)