Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χιλῷ

См. также в других словарях:

  • χιλώ — όω, Α [χιλός] 1. εφοδιάζω με χιλό («διὰ γὰρ τὸν φόβον τὰς μὲν ἡμέρας ἐχίλου τοὺς ἵππους, τὰς δὲ νύκτας ἐφυλάττετο», Ξεν.) 2. παθ. χιλοῡμαι, όομαι τρέφομαι σε φάτνη …   Dictionary of Greek

  • χιλῷ — χιλός green fodder for cattle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχιλώ — όω, Α παραχορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χιλῶ (< χιλός)] …   Dictionary of Greek

  • χίλωμα — και χείλωμα, ώματος, τὸ, ΜΑ [χιλῶ] τροφή τών ζώων, ζωοτροφή …   Dictionary of Greek

  • χιλωτήρας — ο / χιλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σάκος με την τροφή τών υποζυγίων, ο οποίος κρεμιέται από τον λαιμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλῶ + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

  • χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»