-
1 στυφελίζω
στυφελίζω, fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; Ἀπόλλων ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; ἐγχείη στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῠ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Thaten, μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.
-
2 ἀνδρ-αχθής
ἀνδρ-αχθής, ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
См. также в других словарях:
χερμαδία — ἡ, Α χερμάδιον*, πέτρα που βάλλεται κατά τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. τού ουδ. χερμάδιον] … Dictionary of Greek
χερμάδια — χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδι' — χερμάδια , χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδια , χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιε , χερμάδιος large stone masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)