-
1 χερμάδια
χερμάδιονlarge stone: neut nom /voc /acc plχερμάδιοςlarge stone: neut nom /voc /acc pl -
2 χερμάδι'
χερμάδια, χερμάδιονlarge stone: neut nom /voc /acc plχερμάδια, χερμάδιοςlarge stone: neut nom /voc /acc plχερμάδιε, χερμάδιοςlarge stone: masc /fem voc sg -
3 μολύβδαινα
μολύβδ-αινα, ἡ,II a metallic substance, prob. sulphuret of lead, galena, Hp.Mul.2.188, Arist.GA 735b16, Dsc.5.85, Plin.HN34.173.III a plant, Plumbago europaea, ib. 25.155.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολύβδαινα
-
4 στυφελίζω
A strike hard,τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε.. ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437
; ; στυφέλιξε δέ μιν (sc. ἐγχείη) 7.261; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ drives away the clouds, 11.305; εἰ.. κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος.. ἐξ ἑδέων στυφελίξαι thrust us from our seats, 1.581;τὸν δ'.. ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496
; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Od.17.234;τινὰ κορύνῃ A.R.2.115
;κῦμα.. ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα AP7.665
(Leon.); ἐκ θεμέθλων ἄνακτας ib.15.22 (Simm.);Ποσείδαν.. ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26
.2 generally, treat roughly, maltreat, Il.21.380, 512, Od.18.416;τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273
.—[dialect] Ep. word, used by Pi.Fr. 225, S.Ant. 139 (lyr., abs.); alsoσ. τρώματα Hp.Fract.31
: in late Prose, Plu.Nob.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυφελίζω
-
5 ἀνδραχθής
ἀνδραχθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδραχθής
См. также в других словарях:
χερμαδία — ἡ, Α χερμάδιον*, πέτρα που βάλλεται κατά τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. τού ουδ. χερμάδιον] … Dictionary of Greek
χερμάδια — χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδι' — χερμάδια , χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδια , χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιε , χερμάδιος large stone masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)