-
21 χειρ-ωναξία
χειρ-ωναξία, ἡ, ion. χειρωναξίη, Handarbeit, Handwerk, Dienst; Her. 2, 167; διπλᾶς χειρωναξίας ἔχω Aesch. Ch. 750, vgl. Prom. 45; Phryn. in B. A. 72 verwirft das Wort.
-
22 χειρ-ωνάκτης
χειρ-ωνάκτης, ὁ, seltenere Form für χειρῶναξ, Hippocr. Davon
-
23 χειρ-ωνάξιον
χειρ-ωνάξιον, τό, die Abgabe des Handwerkers von seinem Gewerbe, Gewerbesteuer, Arist. oec. 2, 1.
-
24 χειρ-απτάζω
χειρ-απτάζω, mit der Hand berühren, handhaben, behandeln, Her. 2, 90.
-
25 χειρ-απάζω
χειρ-απάζω, v. l. zum Folgdn.
-
26 χειρ-αψία
χειρ-αψία, ἡ, 1) Handgemenge, Gefecht, χειραψίαι καὶ πεζῶν καὶ ἱππέων Suid. – 2) in der Kunstsprache der Ringer das Umschlingen des Gegners mit den Armen, um ihn so zu Boden zu werfen, wie ἅμμα, λαβή, Plut. apophth. lac. p. 241. – 3) das Berühren u. Kratzen mit den Händen, das Reiben, bei den Medic. eine leichte Friction, manutigium.
-
27 χειρ-επι-θεσία
χειρ-επι-θεσία, ἡ, d. i. χειρῶν ἐπίϑεσις, das Auflegen der Hände, K. S.
-
28 χειρ-εργάτης
χειρ-εργάτης, Handarbeiter, VLL.
-
29 χειρ-εκ-μαγεῖον
χειρ-εκ-μαγεῖον, τό, Tuch zum Handabwischen, Handtuch, Serviette, Sp.
-
30 χειρ-αγωγός
χειρ-αγωγός, an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.
-
31 χειρ-αγωγέω
χειρ-αγωγέω, an der Hand führen, leiten; Anacr. 1, 10; Plut. adv. Stoic. 21; Luc. Tim. 32 u. öfter.
-
32 χειρ-αγωγία
χειρ-αγωγία, ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήϑεια.
-
33 χειρ-αγώγησις
χειρ-αγώγησις, = Folgdm, Nicet.
-
34 χειρ-αγώγημα
χειρ-αγώγημα, τό, Anleitung, Führung, Schol. Eur. Phoen. 855.
-
35 χειρ-αμάξιον
χειρ-αμάξιον, τό, dim. zum Vorigen, Petron. 28.
-
36 χειρ-αλειπτητός
χειρ-αλειπτητός, adj. verb. zum Vorigen, im Ringen geübt.
-
37 χειρ-αλειπτέω
χειρ-αλειπτέω, die Hände, Arme salben, zum Ringen, dah. = sich in der Ringkunst üben; D. Sic. 2, 1. 26 ( χερμαλειπτέω f. L.); Suid.
-
38 χειρ-αλγία
χειρ-αλγία, ἡ, Händeschmerz, wie χειράγρα, Io. Chrys.
-
39 χειρ-ουργός
χειρ-ουργός, mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist χειρουργός der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46.
-
40 χειρ-ουργικός
χειρ-ουργικός, ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Theil der Musik, Plut. de mus. 13. – Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch, ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst, D. L. 3, 85, wo sie durch τέμνειν καὶ καίειν charakterisirt ist, u. Sp.
См. также в других словарях:
χείρ — b. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χεῖρ' — χεῖρα , χείρ b. fem acc sg χεῖρε , χείρ b. fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρ' — χειρί , χείρ b. fem dat sg χειρά , χειράς chap fem voc sg χειρί , χειρίς a covering for the hand fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. — χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. См. Трудовая денежка мозольная … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χεὶρ χεῖρα νίπτει. — χεὶρ χεῖρα νίπτει. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μαύρη Χειρ — Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας… … Dictionary of Greek