-
1 χειρουργος
-
2 χειρουργός
χειρουργόςworking: masc /fem nom sg -
3 χειρουργός
χειρ-ουργός, mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend; χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς, ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w.; χειρουργός, der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg. In obszönem Sinne -
4 χειρουργός
χειρουργ-ός, όν,A working or doing by hand, Plu.2.564e: practising a handicraft or art,περὶ γραφικήν Ael.NA17.9
;οἱ χ.
artificers, artists,Id.
VH14.47, etc.; alsoχ. τέχναι Lib.Or.25.36
.II χειρουργός, ὁ, surgeon, Plu.2.486c, Ptol.Tetr. 180, Gal.10.455, Artem.4.2, AP11.280 (Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργός
-
5 χειρουργός
χειροδργος ο, η хирург -
6 χειρουργός
[х*фургос]ουσ α хирург'. -
7 χειρουργός
cerrah, operatör -
8 χειρουργός
chirurgien -
9 χειρουργός
chirurg (m) rzecz. -
10 χειρουργός
chirurg -
11 χειρουργός
surgeonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χειρουργός
-
12 χειρουργόν
χειρουργόςworking: masc /fem acc sgχειρουργόςworking: neut nom /voc /acc sg -
13 χειρουργοί
χειρουργόςworking: masc /fem nom /voc pl -
14 χειρουργούς
χειρουργόςworking: masc /fem acc pl -
15 χειρ-ουργός
χειρ-ουργός, mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist χειρουργός der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46.
-
16 χειροῤ-ῥέκτης
χειροῤ-ῥέκτης, ὁ, = χειρουργός, Hesych.
-
17 χασάπης
ο прям., перен. мясник;χειρουργός είναι αυτός ή χασάπης; — хирург он или мясник?
-
18 χειρουργοίς
χειρουργέωdo with the hand: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)χειρουργόςworking: masc /fem /neut dat pl -
19 χειρουργοῖς
χειρουργέωdo with the hand: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)χειρουργόςworking: masc /fem /neut dat pl -
20 χειρουργού
χειρουργέωdo with the hand: pres imperat mp 2nd sg (attic)χειρουργέωdo with the hand: imperf ind mp 2nd sg (attic)χειρουργόςworking: masc /fem /neut gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειρουργός — working masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργός — ο, η / χειρουργός, όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν γιατρός που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις αρχ. αυτός που ασκεί μια τέχνη, που κατασκευάζει ή διακοσμεί κάτι με τα χέρια του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χειρουργός < χειρ(ο) * + ουργός (< ἔργον*), πρβλ … Dictionary of Greek
χειρούργος — ο αυτός που κάνει τις εγχειρήσεις: Διάλεξε τον καλύτερο χειρούργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρουργόν — χειρουργός working masc/fem acc sg χειρουργός working neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργοί — χειρουργός working masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργούς — χειρουργός working masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργῷ — χειρουργός working masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… … Dictionary of Greek
Γερουλάνος, Μαρίνος — (Πάτρα 1867 – Αθήνα 1960). Χειρουργός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τον χρόνο της αποφοίτησής του (1892) έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα με τη διατριβή Περί των μεταστάσεων κακοηθών νεοπλασιών εν… … Dictionary of Greek
εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… … Dictionary of Greek