-
1 кисть
кистьж I. (гроздь) τό τσαμπί, ἡ βό· τρυς:виноградная \кисть ιό τσαμπί σταφυ-λιοῦ, ἕνα τσαμπί σταφύλι·2. (шнура и т. п.) ὁ κροσσός, ἡ φούντα, τό κρόσσι·3. (руки) ἡ ἄκρα χείρ, ἡ παλάμη·4. (для рисования) τό πινέλλο, ὁ χρωστήρ [-ας]:малярная \кисть ἡ βούρτσα. -
2 однорукий
однорукийприл μονοχέρης, μονό-Χειρ. -
3 рука
рук||аж1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά. -
4 ручка
ручкаж1. уменьш. ἡ μικρά χείρ, τό χεράκι·2. (рукоятка) ἡ (χειρο)λαβή, τό χεροῦλι, τό στειλιάρι / ἡ μανιβέλλα (механизма):дверная \ручка τό χερούλι τῆς πόρτας·3. (для письма) κονδυλοφόρος:автоматическая \ручка ὁ στυλογράφος. -
5 приручить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прирученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. εξημερώνω, δαμάζω, τιθασεύω.2. μτφ. υποτάσσω.1. εξημερώνομαι• δαμάζομαι, τιθασεύομαι.2. υποτάσσομαι, γίνομαι υπο-χείρ ιο. -
6 Disengage
v. trans.She tried to disengage her hand: Ar. τὴν χεῖρʼ ὑφῄρει (Pl. 689).Be disengaged, be at leisure: P. and V. σχολάζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disengage
-
7 Duty
subs.What is fitting: P. and V. τὸ πρέπον, τὸ προσῆκον.What is necessary: P. and V. τὰ δέοντα.No plea or excuseis left to you for refusing to do your duty: P. οὐδὲ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἐθʼ ὑμῖν τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθέλειν ὑπολείπεται (Dem. 10).Do one's duty: P. and V. πράσσειν ἃ χρή.One's duty towards the gods: P. and V. τὸ εὐσεβές.Allotted task: P. τάξις, ἡ.His hand sees its duty: V. χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον (Æsch., Theb. 554).I have exceeded my duty in speaking of these points: P. περιείργασμαι ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών (Dem. 248).It is the duty of children to: P. and V. παίδων ἐστί (with infin.).It is your duty: P. and V. χρή σε, δεῖ σε, προσήκει σε or σοι, V. σόν ἐστι, σὸν ἔργον ἐστί.——————subs.Tax: Ar. and P. τέλος, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Duty
-
8 Grapnel
subs.Grappling-iron: P. χεὶρ σιδηρᾶ (Thuc. 4, 25); see also Anchor.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grapnel
-
9 Grappling-iron
subs.P. χεὶρ σιδηρᾶ (Thuc. 4, 25).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grappling-iron
-
10 Grasp
v. trans.P. and V. λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι (acc. or gen.), V. ἀντιλάζυσθαι (gen.); see Seize.Touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ψαύειν (gen.) (rare P.), θιγγάνειν (gen.) (Xen. also but rare P.), προσθιγγάνειν (gen.); see Touch.Embrace: P. and V. ἀσπάζεσθαι, V. περιπτύσσειν (Plat. also but rare P.), προσπτύσσειν, ἀμφιβάλλειν, περιβάλλειν, ἀμπίσχειν.Grasp with the mind: P. and V. μανθάνειν, συνιέναι (acc. or gen.), ὑπολαμβάνειν (rare V.), ἅπτεσθαι (gen.), νοεῖν (or mid.), ἐννοεῖν (or mid.), Ar. and P. διανοεῖσθαι, P. καταλαμβάνειν, συλλαμβάνειν, κατανοεῖν, καταμανθάνειν, ἐφάπτεσθαι (gen.), V. συναρπάζειν φρενί.V. intrans. Be grasping: P. πλεονεκτεῖν.——————subs.Hand: P. and V. χείρ, ἡ.Mental grasp, perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ.Mental capacity: P. and V. φρόνησις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grasp
-
11 Grip
subs.Hand: P. and V. χείρ, ἡ.Something to hold by: P. ἀντιλαβή, ἡ.Get a grip: P. ἀντιλαβὴν ἔχειν (Thuc. 7, 65).Mental grip, perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ.Mental capacity: P. and V. φρόνησις, ἡ.——————v. trans.Hold fast: P. and V. ἔχεσθαι (gen.), ἀντέχεσθαι (gen.), V. ὀχμάζειν.Touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. θιγγάνειν (gen.) (Xen. but rare P.), ψαύειν (gen.) (rare P.); see Touch.Leprosies that grip the flesh: V. λειχῆνες... σαρκῶν ἐπαμβατῆρες (Æsch., Choe. 280).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grip
-
12 Hand
subs.P. and V. χείρ, ἡ.Left hand: P. and V. ἀριστερά, V. λαιά, ἡ.Right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.On which hand? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).On either hand: P. ἑκατέρωθεν.At the hands of: P. and V. πρός (gen.). ἐκ (gen.).At second hand: see under Second.At hand, ready, adj.: P. and V. πρόχειρος.Be at hand: P. and V. παρεῖναι; see be present.Hand to hand, adj.: P. στάδιος; adv.: P. συσταδόν.The battle was stubborn, and hand to hand throughout: P. ἦν ἡ μάχη καρτερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα (Thuc. 4, 43).Off-hand, short in speech, adj.: P. βραχύλογος; on the spur of the moment, adv.: P. and V. φαύλως, P. ἐξ ἐπιδρομῆς, ἐξ ὑπογυίου.Die by one's own hand: V. αὐτόχειρ θνήσκειν.You dared not do this deed of murder with your own hand: V. δρᾶσαι τόδʼ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως (Æsch., Ag. 1635).Made by hand, artificial, adj.: P. χειροποίητος.Lay hands on, v.: P. and V. ἅπτεσθαι (gen. ἐφάπτεσθαι (gen.), λαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), V. θιγγάνειν (gen.) (Xen. but rare P.), ψαύειν (gen.) (rare P.).Don't lay hands on me: Ar. μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι (Lys. 893).They ought to bear evidence against me with their hands laid on the victims: P. δεῖ αὐτοὺς... ἁπτομένους τῶν σφαγίων καταμαρτυρεῖν ἐμοῦ (Ant. 130).Have a hand in, share in, v.: P. and V. μετέχειν (gen.), μεταλαμβάνειν (gen.), κοινοῦσθαι (gen. or acc), συμμετέχειν (gen.), V. συμμετίσχειν (gen.).Meddle with: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ψαύειν (gen.), θιγγάνειν (gen.), ἐπιψαύειν (gen.); see Touch.Lift hand against: see raise finger against, under Finger.Put in a person's hands, v.: P. ἐγχειρίζειν (τινί, τι).Take in hand, v.: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ἀναιρεῖσθαι, αἴρεσθαι, ἅπτεσθαι (gen.); see Manage, Undertake.Because they had so many dead on their hands already: P. διὰ τὸ συχνοὺς ήδη προτεθνάναι σφίσι (Thuc. 2, 52).They began to get out of hand: P. ἤρξαντο ἀτακτότεροι γενέσθαι (Thuc. 8, 105).Keep a tight hand on the allies: P. τὰ τῶν συμμάχων διὰ χειρὸς ἔχειν (Thuc. 2, 13).Rule with a high hand: P. ἄρχειν ἐγκρατῶς (absol.) (Thuc. 1, 76)Those present carried matters with such a high hand: P. εἰς τοῦτο βιαιότητος ἦλθον οἱ παρόντες (Lys. 167).Hand in marriage: use V. γάμος, or pl., λέκτρον, or pl., λέχος, or pl.A suitor for your hand: V. τῶν σῶν γάμων μνηστήρ (Æsch., P.V. 739).Give your sister's hand to Pylades: V. Πυλάδῃ δʼ ἀδελφῆς λέκτρον δός (Eur., Or. 1658).——————v. trans.Hold out, offer: P. and V. ὀρέγειν.Hand in (accounts, etc.): P. ἀποφέρειν.Hand round: P. and V. περιφέρειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hand
-
13 Numb
adj.P. ἀπονεναρκωμένος.Be numb, v.:P. ναρκᾶν (Plat.).Ah, me! I swoon and my limbs grow numb: V. οἲ ʼγὼ προλείπω, λύεται δέ μοι μέλη (Eur., Hec. 438).So that my hand grow numb upon thy robes: V. ὥστʼ ἐνθανεῖν γε σοῖς πέπλοισι χεῖρʼ ἐμήν (Eur., Hec. 246).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Numb
-
14 Quarter
subs.Fourth part: use P. and V. τέταρτον μέρος.Region: P. and V. χώρα, ἡ, τόπος, ὁ, or pl.Hand direction: P. and V. χείρ, ἡ.From another quarter: P. and V. ἄλλοθεν.From no quarter: P. οὐδαμόθεν.All is well in that quarter: V. καλῶς τά γʼ ἐνθένδε (Eur., Or. 1277).Quarter of a town: P. μέρος, τό (Thuc. 2, 15), κώμη, ἡ.Pardon: P. and V. συγγνώμη, ἡ, V. σύγγνοια, ἡ.Give quarter: P. and V. φείδεσθαι (also with gen. of object).Give no quarter ( in battle): P. μηδαμῶς ζωγρεῖν (Plat., Legg. 868B).——————v. trans.Billet: P. καταστρατοπεδεύειν (Xen.), V. εὐνάζειν, κατευνάζειν (Eur., Rhes.); see Billet.Be quartered: P. σκηνεῖν, V. κατευνάσθαι (perf. pass. of κατευνάζειν), (Eur., Rhes. 611).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quarter
-
15 Retinue
subs.P. ἀκολουθία, ἡ (Plat.), or use P. οἱ περί τινα, Ar. and P. θεράποντες, οἱ, V. θέραπες, οἱ (also Xen.); see Attendant.No Argive was present but only his own retinue: V. οὐδεὶς παρῆν Ἀργεῖος οἰκεία δὲ χείρ (Eur., El. 629).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Retinue
-
16 Screen
subs.P προκάλυμμα, τό, παραφράγματα, τα, P. and V. πρόβλημα, τό.met., cloak: P. προκάλυμμα, τό, παραπέτασμα, τό.Pretext, excuse: P. and V. πρόσχημα, τό, πρόβλημα, τό.——————v. trans.Put as a screen in front: P. and V. προκαλύπτεσθαί (τί τινος or P. τι πρό τινος).Hide: P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), ἀμπέχειν, ἀμπίσχειν, συναμπέχειν; see Hide.Defend: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.).( We saw) the king himself holding his hand over his face to screen his eyes: V. ἄνακτα δʼ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρʼ ἀντέχοντα κρατός (Soph., O.C. 1650).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Screen
-
17 Shade
subs.P. and V. σκιά, ἡ.Covering: P. στέγασμα, τό.The shades, the under-world: P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see Dead.The land of shades: P. and V. ᾍδης, ὁ.Bring down, humble: P. and V. καθαιρεῖν.——————v. trans.Overshadow: P. and V. συσκιάζειν, P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν, σκοτοῦν (pass. used in Plat.).( We saw) the king himself holding his hand before his face to shade his eyes: ἄνακτα δʼ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρʼ ἀντέχοντα κρατός (Soph., O.C. 1650).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shade
-
18 Side
subs.From the side: V. πλευρόθεν.Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ἀριστερᾶς; see Left.On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.On which of two sides: P. ποτέρωθι.Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).Side by side: use together.We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).Change sides: P. μεθίστασθαι.Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).——————adj.P. πλάγιος.Side issue: P. and V. πάρεργον, τό.——————v. intrans.Side with: P. and V. προστίθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετά (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.Side with the Persians: P. Μηδίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side
-
19 Tip
subs.Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).Tips of wings: Ar. πτερύγων ἀκμαί (Ran. 1353).Tip of a spear: P. and V. λόγχη, ἡ (Plat., Lach. 183D).Tip of an arrow: V. γλωχίς, ἡ.The tip of anything: use adj., P. and V. ἄκρος, agreeing with subs.The tips of one's fingers: P. χεῖρες ἄκραι (Plat.), cf. V. ἄκρα χείρ (Eur., Hel. 1444).Scraping away the earth with the tips of their fingers: V. ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα (Eur., Bacch. 709).The tip of one's tongue: see under Tongue.Tiptoe: under tiptoe.——————v. trans.Lean: P. and V. κλίνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tip
См. также в других словарях:
χείρ — b. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χεῖρ' — χεῖρα , χείρ b. fem acc sg χεῖρε , χείρ b. fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρ' — χειρί , χείρ b. fem dat sg χειρά , χειράς chap fem voc sg χειρί , χειρίς a covering for the hand fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. — χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. См. Трудовая денежка мозольная … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χεὶρ χεῖρα νίπτει. — χεὶρ χεῖρα νίπτει. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μαύρη Χειρ — Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας… … Dictionary of Greek