Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χειρουργία

См. также в других словарях:

  • χειρουργία — χειρουργίᾱ , χειρουργία working by hand fem nom/voc/acc dual χειρουργίᾱ , χειρουργία working by hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίᾳ — χειρουργίαι , χειρουργία working by hand fem nom/voc pl χειρουργίᾱͅ , χειρουργία working by hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α [χειρουργός] η χειρουργική αρχ. 1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια τού τεχνίτη 2. χειρούργημα …   Dictionary of Greek

  • χειρουργίας — χειρουργίᾱς , χειρουργία working by hand fem acc pl χειρουργίᾱς , χειρουργία working by hand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίαι — χειρουργία working by hand fem nom/voc pl χειρουργίᾱͅ , χειρουργία working by hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίαν — χειρουργίᾱν , χειρουργία working by hand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργιῶν — χειρουργία working by hand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίαις — χειρουργία working by hand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίη — χειρουργία working by hand fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίην — χειρουργία working by hand fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργίης — χειρουργία working by hand fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»