-
1 χειροτεχνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτεχνέω
-
2 χειροτέχνημα
A work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτέχνημα
-
3 χειροτέχνης
A handicraftsman, artisan, Hdt.2.167, Ar.Pl. 533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, Pl.R. 597a, PBremen48.27 (ii A.D.), etc.; opp. ἀρχιτέκτων, Arist.Metaph. 981a31; of slaves who brought in income to their owner, X.Mem.3.11.4;φαύλους καὶ χ. Pl.R. 405a
; opp. φιλόσοφοι, X.Vect.5.4;opp. πολιτικοί, Plb.10.17.6; τίς ὁ χ. ἰατορίας ..; who is the expert in surgery..? S.Tr. 1000 (anap.), cf. Hp.VM7; πολέμονχ. Plu.Comp.Lyc.Num.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτέχνης
-
4 χειροτεχνία
χειροτεχν-ία, ἡ,A handicraft,βαναυσία καὶ χ. Pl.R. 590c
: pl., γεωργιῶν ἀπέχεσθαι.. καὶ χ. ib. 547d; αἱ περὶ χειροτεχνίας .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτεχνία
-
5 χειροτεχνικός
A = χειροτεχνία, Id.Plt.259c: pl., Id.Phlb.55d. Adv.- κῶς Il.2.148
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτεχνικός
-
6 χειροτέχνιον
χειροτέχν-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτέχνιον
-
7 χειροτεχνίτης
A = χειροτέχνης, Sch.rec.A.Pr. 893. [full] χειρό-τμημα, ατος, τό, in pl., f.l. for χειρόκμητα in Zos.Alch.pp.209,239B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτεχνίτης
-
8 χειροτέχντμητος
χειροτέχν-τμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτέχντμητος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский