Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χειροτέχνης

См. также в других словарях:

  • χειροτέχνης — handicraftsman masc nom sg χειροτεχνέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… …   Dictionary of Greek

  • χειροτέχνης — ο αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροτέχναι — χειροτέχνης handicraftsman masc nom/voc pl χειροτέχνᾱͅ , χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνῶν — χειροτέχνης handicraftsman masc gen pl χειροτεχνέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέχναις — χειροτέχνης handicraftsman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέχνην — χειροτέχνης handicraftsman masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέχνου — χειροτέχνης handicraftsman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέχνῃ — χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτεχνάριος — ὁ, Μ ο χειροτέχνης, ο χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. άριος (πρβλ. λεγεων άριος)] …   Dictionary of Greek

  • χειροτεχνώ — χειροτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [χειροτέχνης] είμαι χειροτέχνης, κατασκευάζω χειροτεχνήματα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»