-
1 χειροτεχνης
χ. ἰατορίας Soph. — врач;
πολέμου χ. Plut. — опытный воин -
2 χειροτέχνης
χειροτέχνηςhandicraftsman: masc nom sgχειροτεχνέωto be a: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 χειροτέχνης
ο мастеровой, ремесленник, кустарь -
4 χειροτέχνης
[хирдтэхнис] ουσ. а. ремесленник, мастеровой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειροτέχνης
-
5 χειροτέχνης
[хирдтэхнис] ουσ α ремесленник, мастеровой. -
6 χειροτέχνης
A handicraftsman, artisan, Hdt.2.167, Ar.Pl. 533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, Pl.R. 597a, PBremen48.27 (ii A.D.), etc.; opp. ἀρχιτέκτων, Arist.Metaph. 981a31; of slaves who brought in income to their owner, X.Mem.3.11.4;φαύλους καὶ χ. Pl.R. 405a
; opp. φιλόσοφοι, X.Vect.5.4;opp. πολιτικοί, Plb.10.17.6; τίς ὁ χ. ἰατορίας ..; who is the expert in surgery..? S.Tr. 1000 (anap.), cf. Hp.VM7; πολέμονχ. Plu.Comp.Lyc.Num.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτέχνης
-
7 χειροτέχνης
χειρο-τέχνης, ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt -
8 χειροτέχνης
artisan -
9 χειροτέχναι
χειροτέχνηςhandicraftsman: masc nom /voc plχειροτέχνᾱͅ, χειροτέχνηςhandicraftsman: masc dat sg (doric aeolic) -
10 χειροτέχναις
χειροτέχνηςhandicraftsman: masc dat pl -
11 χειροτέχνην
χειροτέχνηςhandicraftsman: masc acc sg (attic epic ionic) -
12 χειροτέχνου
χειροτέχνηςhandicraftsman: masc gen sg -
13 кустарь
-
14 χειροτέχνας
χειροτέχνᾱς, χειροτέχνηςhandicraftsman: masc acc plχειροτέχνᾱς, χειροτέχνηςhandicraftsman: masc nom sg (epic doric aeolic) -
15 χειρό-τεχνος
χειρό-τεχνος, ὁ, = χειροτέχνης.
-
16 ἀοιδός
ἀοιδός ( ἀείδω), gesangreich, singend, ἀνὴρ ἀοιδός Od. 3, 267; von der Nachtigall ἀοιδὸν ἐοῦσαν Hes. O. 206; ϑεαὶ ἀοιδοί Aesch. Suppl. 676; compar., gesangreicher, Diosc. 20 (XI, 195); Μουσάων ὄρνιϑες ἀοιδότατοι πετεηνῶν Callim. Del. 252; Eur. Hel. 1109 ἀηδὼν ἀοιδοτάτη ὄρνις; vgl. Theocr. 12, 7; δῶρον ἀοιδότατον Leon. Al. 13 (VI, 328). Auch pass., wie Hesych. erkl., περιβόητος, ὀναμαστός; Πέργαμος ἀοιδοτέρη, mehr besungen, Arcesil. 1 ( App. 10). Gew. von Hom. an bei Dichtern ὁ ἀοιδός, der Sänger u. Dichter; Od. 8, 481 φῦλον ἀοιδῶν; ἡ ἀοιδός die Sängerin Theocr. 15, 97; die Sphinx σκληρὰ ἀοιδός Soph. O. R. 36 u. Eur. Phoen. 1545, nach Schol. Soph., weil sie ihr Räthsel in Versen aufgab. – Bei Soph. Tr. 996, neben χειροτέχνης ἰατορίας, bezeichnet es den durch Zaubersprüche heilenden, sonst ἐπῳδός.
-
17 αοιδος
-
18 частник
(частный торговец, занимающийся каким-л. ремеслом у себя на дому) о χειροτέχνης-μικρ(ο)έμποροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > частник
-
19 кустарь
кустарьм ὁ χειροτέχνης, ὁ βιοτέχνης, -
20 ремесленник
ремесленн||икл1. ὁ τεχνίτης, ὁ χειροτέχνης, ὁ βιοτέχνης:мелкий \ремесленник ὁ μικροεπαγγελματίας βιοτέχνης·2. (ученик ремесленного училища) ὁ μαθητής ἐπαγγελματικής σχολής.
См. также в других словарях:
χειροτέχνης — handicraftsman masc nom sg χειροτεχνέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… … Dictionary of Greek
χειροτέχνης — ο αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτέχναι — χειροτέχνης handicraftsman masc nom/voc pl χειροτέχνᾱͅ , χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνῶν — χειροτέχνης handicraftsman masc gen pl χειροτεχνέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχναις — χειροτέχνης handicraftsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνην — χειροτέχνης handicraftsman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνου — χειροτέχνης handicraftsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνῃ — χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνάριος — ὁ, Μ ο χειροτέχνης, ο χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. άριος (πρβλ. λεγεων άριος)] … Dictionary of Greek
χειροτεχνώ — χειροτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [χειροτέχνης] είμαι χειροτέχνης, κατασκευάζω χειροτεχνήματα … Dictionary of Greek