-
1 кустарь
-
2 частник
(частный торговец, занимающийся каким-л. ремеслом у себя на дому) о χειροτέχνης-μικρ(ο)έμποροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > частник
-
3 кустарь
кустарьм ὁ χειροτέχνης, ὁ βιοτέχνης, -
4 ремесленник
ремесленн||икл1. ὁ τεχνίτης, ὁ χειροτέχνης, ὁ βιοτέχνης:мелкий \ремесленник ὁ μικροεπαγγελματίας βιοτέχνης·2. (ученик ремесленного училища) ὁ μαθητής ἐπαγγελματικής σχολής. -
5 кустарь
[κουστάρ'] ουσ α χειροτέχνης -
6 кустарничать
ρ.δ.1. χειροτεχνώ, είμαι χειροτέχνης.2. μτφ. εργάζομαι με απαρχαιωμένα μέσα παραγωγής• κάνω τι άτεχνα και ακαλαίσθητα. -
7 кустарь
Α α. χειροτέχνης, βιοτέχνης. -
8 частник
-а α.-ца, -ы θ.χειροτέχνης, επαγγελματίας, βιοτέχνης (εργαζόμενος στο σπίτι του). -
9 Artisan
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Artisan
-
10 Craftsman
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Craftsman
-
11 Expert
subs.——————adj.Expert in: P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.); see experienced in.Clever in: P. and V. δεινός (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Expert
-
12 Handicraftsman
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Handicraftsman
-
13 Mechanic
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mechanic
-
14 Workman
subs.Carpenter: P. and V. τέκτων, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Workman
-
15 artisan
1) μάστορας2) τεχνίτης3) χειροτέχνης
См. также в других словарях:
χειροτέχνης — handicraftsman masc nom sg χειροτεχνέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… … Dictionary of Greek
χειροτέχνης — ο αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτέχναι — χειροτέχνης handicraftsman masc nom/voc pl χειροτέχνᾱͅ , χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνῶν — χειροτέχνης handicraftsman masc gen pl χειροτεχνέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχναις — χειροτέχνης handicraftsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνην — χειροτέχνης handicraftsman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνου — χειροτέχνης handicraftsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέχνῃ — χειροτέχνης handicraftsman masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνάριος — ὁ, Μ ο χειροτέχνης, ο χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. άριος (πρβλ. λεγεων άριος)] … Dictionary of Greek
χειροτεχνώ — χειροτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [χειροτέχνης] είμαι χειροτέχνης, κατασκευάζω χειροτεχνήματα … Dictionary of Greek