-
1 χειμώνες
-
2 χειμῶνες
-
3 χειμών
χειμών, ῶνος, ὁ, stürmisches od. regniges Wetter, Sturm u. Kälte, Winterwetter, der Winter selbst als Jahreszeit; ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀϑέσφατον ὄμβρον Il. 3, 4, vgl. Od. 4, 566; Hes. O. 677; χειμῶνος δυςϑαλπέος, ὅς ῥά τε ἔργων ἀνϑρώπους ἀνέπαυσεν ἐπὶ χϑονί Il. 17, 549; εὐδίαν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 39; im bestimmten Gegensatz gegen den Sommer 2, 42; χειμῶνι, im Winter, Anacr. 25, 4, wie χειμῶνος Xen. Mem. 3, 8,9; νυκτὶ δ' ἐν ταύτῃ ϑεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε Aesch. Pers. 488; Ag. 620 u. sonst; ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετο Soph. Ai. 1124; Eur. oft; χειμὼν κατεῤῥάγη, ein Sturm brach los, Her. 1, 87; ἐπέπεσέ σφι χειμών, ein Sturm überfiel sie, 7, 188; ἐπιγίγνεται χειμών 7, 34; χειμὼν ὀρνιϑίας, ein Winter, wo die Vögel vom Himmel fallen, Ar. Ach. 842; νοτερός Thuc. 3, 21, Sturm mit Regen; πρὸς τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις Plat. Conv. 226 a; Gegensatz ϑέρος Critia. 112 d und sonst; δεινοὶ γὰρ αὐτόϑι χειμῶνες Conv. 220 a; Kälte, Ggstz καῦμα, Tim. 22 e; Prot. 321 e Polit. 279 d; Sturm, τὸν κυβερνήτην μέγας χειμὼν ἐπιπεσὼν ἀμήχανον ἂν ποιήσειε Prot. 344 d; ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης Rep. VI, 496 d, und sonst. – Uebertr., Alles, was den Menschen bestürmt, Drangsal, Noth, auch heftige Gemüthsbewegung; die Uebertragung ist noch deutlich bei Aesch. οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισ' ἄφυκτος, Prom. 1017, vgl. Ch. 200. 1061; δορὸς ἐν χειμῶνι, im Sturme des Kampfes, Soph. Ant. 666; vom Wahnsinn, Αἴας ϑολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Ai. 206; bes. sp. D., χειμὼν γήρως βαρύς Antiphan. 2 (X, 100); χ. καὶ σάλος τῶν πραγμάτων Plut. Arat. 38; Coriol. 32.
-
4 νιφο-στιβής
νιφο-στιβής, ές, wo man im Schnee wandelt, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Soph. Ai. 655.
-
5 θέρος
θέρος, ους, τό, Sommer, Sommerzeit; Il. 22, 151 u. öfter; χείματος οὐδὲ ϑέρευς Od. 7, 118; οὔτ' ἐν ϑέρει, οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12, 76; Hes. O. 582; νότιον Pind. frg. 54; Folgde; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς Aesch. Ag. 5; χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ ϑέρει Soph. Ai. 656; Sommerhitze, ἐν ϑέρει, Ggstz ἐν ψύχει, Phil. 18; Thuc. oft, u. sonst in Prosa. – Auch = die E rn te, ὅϑεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ ϑέρος Aesch. Pers. 808, wie Ag. 1640; τὸ γηγενὲς δράκοντος ὄφεος ϑέρος Eur. Bacch. 1025; sp. D., Agath. 71 (XI, 365); übertr., ϑέρος τὸ πρῶτον ἰούλων Callim. Del. 298; – auch in Prosa, ὁπότε ϑέρος μισϑοῖντο ἐκϑερί-σαι Dem. 53, 21; vgl. B. A. 265; σταχύων Plut. Fab. 2; Strab. VI, 264.
-
6 ἐκ-χωρέω
ἐκ-χωρέω, herausgehen, fortgehen; Her. 1, 56 u. öfter; Eur. I. A. 567; ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρϑρων, wurde ausgerenkt, Her. 3, 129; τῆς ϑαλάττης Pol. 1, 39, 10; ἐκ τοῦ ζῆν, sterben, 2, 21, 2; Platz machen, weichen, χειμῶνες ϑέρει Soph. Ai. 656; τῆς εἰς ὑμᾶς εὐνοίας οὐδενὶ ἐκχωρήσαιμι, ich möchte keinem im Wohlwollen nachstehen, Pol. 22, 3, 1; τῶν ὑπαρχόντων, das Gut abtreten, 32, 14, 3; τινί τι, D. L. 5, 79 u. a. Sp. Absolut, ἐπειδὴ ἐξεκεχωρήκει, nachdem er auf die Erbschaft Verzicht geleistet hatte, Dem. 41, 5.
-
7 ἐξ-αίσιος
ἐξ-αίσιος, außer dem Schicksale oder dem Schicklichen, 1) ungebührlich, ungerecht, frevelhaft; οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον Od. 4, 690, vgl. 17, 577; so auch ἐξαίσιος ἀρὴ Θέτιδος Il. 15, 598. – 2) das Maaß überschreitend, ungewöhnlich, ungeheuer; δεῖμα Aesch. Suppl. 514; χειμών Plat. Tim. 22 e; σεισμοί 25 c; von ungewöhnlich starken Stürmen u. dgl., ἄνε-μος Xen. Hell. 5, 4, 17; ὄμβροι Cec. 5, 18; χειμῶνες Arist. mund. 6; βροντή Pol. 18, 3, 7; Luc. Necyom. 4; – γέλωτες Plat. Legg. V, 732 c; φυγή Xen. Hell. 4, 3, 8; βοή D. Sic. 13, 99; ἐξαίσιοι τὸ μέγεϑος 3, 49; ἐξαίσιοι τοῖς μεγέϑεσιν 3, 29; κῆτος Anton. Lib. 3. – Adv., Themist. or. 25.
-
8 ανυπερβλητος
-
9 εκχωρεω
1) уходить, уезжать(ἐκ τόπου τινός Her.)
ἐκ τοῦ ζῆν ἐκχωρῆσαι Polyb. — умереть2) отступать, уходить(χειμῶνες ἐκχωροῦσι θέρει Soph.; οἱ τῆς θαλάττης ἐκκεχωρηκότες Ῥωμαῖοι Polyb.; ἐ. καὴ ὑποφεύγειν Plut.)
3) переселяться, эмигрировать Her., Arst.4) быть вывихнутым(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
5) уступать(τινί τινος Polyb. и τινί τι Diog.L.)
6) отказываться от своих претензий Dem. -
10 νιφοστιβης
-
11 συγκλυσμος
-
12 καῦμα
A burning heat, esp. of the sun, καύματος ἔξ after sun-heat, Il.5.865, cf. Hes.Op. 415, 588, Alc.39, S.Ant. 417, Epinic.1.10, etc.; πρὶν ἂν τὸ κ. παρέλθῃ the heat of the day, Pl.Phdr. 242a, cf. Ti. 70d;ἐὰν ᾖ κ. Arist.Mete. 342b10
: freq. in pl.,ἡλίου τε καύμασιν S.OC 350
, cf. Hdt.3.104, X.Cyn.5.9, etc.; [τόποι] ὑπὸ καυμάτων διαφθειρόμενοι Isoc.11.12
;καύματα καὶ χειμῶνες Phld.Piet.87
: in pl., also of frost, Ath.3.98b, Luc.Lex.2.2 fever heat, Th.2.49; of inflamed conditions, Hp.VM19, Aph.7.13: metaph., of love,κ. ἀρσενικόν AP12.87
.II in pl., holes burnt by cautery, Hp.Art.11, Arist.Pr. 863a31.V firewood, PLond.3.1166.6, al. (i A.D.). -
13 νιφοστιβής
νῐφο-στῐβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νιφοστιβής
-
14 παταγέω
Aπατάγεσκον Alc. Supp.25.9
:— clatter, clash, of the sharp loud noise caused by the collision of two bodies, Ar.Nu. 378sq. ; ; of Bacchants, Pratin.Lyr.1.3 ; τὼ δὲ πίθω πατάγεσκ' ὀ πύθμην Alc.l.c. ; of the sea, dash, plash, Theoc.22.15 ; chatter, as birds, S.Aj. 168 (anap.) ;ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῖ Arist.HA 632b17
; gnash, as teeth, Philostr.Im.1.28 : prov., καλὰ δὴ παταγεῖς well hit! prob. from the game described under πλαταγών, Ar.Fr. 116.II trans., τύμπανα π. beat drums, Luc.Syr.D.50 :—[voice] Pass.,αἷς ἔντεα παταγεῖται Lyr.Adesp.121
;ἐπαταγεῖτο Luc. Tim.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παταγέω
-
15 προεκρήγνυμαι
A break out suddenly or prematurely, χειμῶνεςπ. Hp.Epid.1.4
; also of diseases, Id.Hum.13, Gal.9.916.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεκρήγνυμαι
-
16 χειμών
A winter,χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.549
; in winter,21.283
;ἐν χειμῶνι Pi.I.2.42
, A.Ag. 969, X.Mem.4.3.8;ἐν τῷ χ. Id.Cyr.8.8.17
;χειμῶνος ὥρᾳ And.1.137
; also in winter-time,X.
Mem.3.8.9, Pl.R. 415e; χ. μέσου in mid-winter, Ar.Fr.569.1;τοῦ χ.
in the course of the winter,Th.
7.31;τοῦ αὐτοῦ χ. Id.8.30
; διὰ χειμῶνος, διὰ τοῦ χ., Pl. Ti. 74c, X.HG3.2.9; during winter,S.
OT 1138 (v.l. χειμῶνι) ; τὸν χ. during the winter, Hdt.3.117, X.HG1.4.1;τὸν δεινὸν χ. Id.An. 7.6.9
;τὸν χ. ὅλον Ar.Fr. 345
;ὁ ἀμφὶ τὸν χ. χρόνος X.Cyr.8.6.22
; ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος in consequence of the cold weather, Hdt.8.138, cf. Th.2.101: pl.,νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj. 671
; opp. καύματα, Pl.Lg. 829b;ἀμυντικὴ χειμώνων Id.Plt. 280e
.II wintry, stormy weather: generally, storm, ;οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χ. πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566
;ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο 14.522
; , cf. Alc.18, Sapph.Supp.11.6, etc.;Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).39
;θεὸς χειμῶν' ὦρσε A.Pers. 496
, cf. Ag. 649, 656, S.Aj. 1145, etc.;χ. ὀρνιθίας Ar.Ach. 876
;χ. κατερράγη Hdt.1.87
;ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος Id.7.188
, cf. Pl.Prt. 344d;ἐπιγενόμενος χ. Hdt.7.34
, Th.4.6; ; χ. νοτερός a storm of rain, Th.3.21;ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14
: pl., ὑπὸ τῶν χ. because of the winter-storms, Hdt.4.62; , cf. 919a.2 metaph., θεόσσυτος χ. storm of calamity sent by the gods, A.Pr. 643; χ. καὶ κακῶν τρικυμία ib. 1015, cf. Ch. 202 (pl.), 1066 (anap.); δορὸς.. ἐν χειμῶνι in the storm of battle, S.Ant. 670; θολερῷ.. χ. νοσήσας, of the madness of Ajax, Id.Aj. 207 (anap.); χ. γήρως βαρύς, of life's winter, AP10.100 (Antiphan.); of a person,χ. ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Alex.178.7
, cf. 46.4;χ. κατ' οἴκους.. κακὴ γυνή Men.Mon. 540
: rare in Prose, of battle, Onos. 32.10; of mental and moral trouble, Epicur.Ep.3p.62U., Polystr.p.19W.; χ. τοῦ κλύδωνος χαλεπώτερος, of pirates, Them.Or.23.286a: pl., χειμῶνας ἔχειν to have trouble (in cutting teeth), Hp.Dent.12. -
17 ἐκχωρέω
A depart, ; leave a country, emigrate, Hdt.1.56, Hecat.30J.; withdraw,ἐκ τῆς οἰκίας PAmh.2.30.44
(ii B.C.), etc.: metaph.,ἐ. ἐκ τοῦ ζῆν Plb.2.21.2
: so abs., Id.7.2.1.3 give way, retire, E.IA 367, D.41.5;τῶν ὑπαίθρων Plb.1.15.7
;τῶν ὑπαρχόντων Id.31.28.3
; ; ἐ. τινί τινος give way to a person in a thing, Hp.Jusj.;τινὶ περί τινος Plb. 21.20.1
.4 impers. of a motion of the bowels, Hp.Epid.5.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκχωρέω
-
18 ὡραῖος
A produced at the right season ([etym.] ὥρα), seasonable, timely: esp. of the fruits of the earth, βίος or βίοτος ὡ. store of fruits gathered in due season, Hes.Op.32, 307; ὡ. καρποί the fruits of the season, καρποὺς.. κατατίθεσθαι ὡραίους to store them up in season, Hdt.1.202: freq. in neut., ὡραῖα, τά, Th.1.120, 3.58, X.An.5.3.9, Pl.Lg. 845e;ἑραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Hp.Aph.3.8
; ὡραῖα.. ἀποτελεῖν ἱερά to render fruits of the season as sacred offerings, Pl.Criti. 116c, cf. Orac. ap. D.21.52;τρωκτὰ ὡ. X.An.5.3.12
;ἄνθεα AP9.564
([place name] Nicias);σῦκα Aret.CD1.3
; also of animals,ὡ. ἄρνες
yearling,AP
6.157 (Theodorid.); of tunnies at a year old (from six months to one year they were called πηλαμύδες), πηλαμὺς.. ὡραία θέρους τῷ Βοσπορίτῃ S.Fr. 503
; ὡ. θύννοι Ps.-Hes. ap. Ath.3.116b, cf. Hices.ib. 116e, Archestr.Fr.38.9, Plaut.Capt.851; τάριχος ὡ. fish salted or pickled in the season, Alex.186.5;ἰχθύες ἐς τάγηνον ὡ. Babr.6.4
; σαργάναι ὡ. pickling-tubs, Poll.7.27: hence generally, agricultural produce,εἶναι ἐνεχυρασίαν Αἰξωνεῦσιν ἐκ τῶν ὡ. τῶν ἐκ τοῦ χωρίου IG22.2492.8
(iv B. C.).2 τὰ ὡραῖα, = τὰ καταμήνια, esp. at their first appearance, Hp.Superf.34.3 Subst. ἡ ὡραία (in full,ὥρη ἡ ὡραίη Aret. SD1.4
, Phryn.PSp.128 B., etc.), harvest-time, esp. the twenty days before and twenty days after the rising of the dog-star, μίμνει ἐς ὡραίην till harvest-time, A.R.3.1390.b the campaigning-season, during which the troops kept the field, D.9.48, 56.30, Plb.3.16.7.c τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει it does not rain in the season (sc. of rain), Hdt.4.28.II happening or done in due season, seasonable, ἄροτος, ἔργον, Hes.Op.617.642; πλόος ib. 630;χειμῶνες Thphr.HP4.14.1
;ὕδατα Id.CP2.2.1
; σκαπάνη ib.3.16.1;τομὴ [καλάμου] Id.HP4.11.4
; ὅτε ὡραῖον εἴη when the weather permitted, App.Pun. 120.2 metaph., ( ὥρα (C) B) seasonable, due, proper, ὡραίων τυχεῖν, = νομίμων τυχεῖν (cf. ὥριος (A). 111.2), E.Supp. 175: ἐν ὡραί[ᾳ ἐκκλησίᾳ] dub. in SIG668.4 (Delphi, ii B. C.); ἐνιαύτια ὡ. ib. 1025.37 (Cos, iv/iii B. C.), cf. Hsch.III of persons, seasonable or ripe for a thing, c.gen.,ἀνδρὸς ὡραίη Hdt.1.107
, cf. Lys.Fr.4; γάμων or γάμου ὡραῖαι, Hdt.1.196, 6.122, cf. X.Cyr.4.6.9;ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων E.Hel.12
( ὡραίων codd.);ὅστις οὐκέθ' ὡραῖος γαμεῖ Id.Fr. 804
; ὡ. γάμος seasonable marriage, A.Fr.55; also of old persons, ripe or ready for death,πατήρ γε μὴν ὡ. E.Alc. 516
;αὐτὸς δ', ἐν ὠ. γὰρ ἕσταμεν βίῳ, θνῄσκειν ἕτοιμος Id.Ph. 968
;θάνατος ὡ. X.Ages.10.3
; ;ὡραῖος ἀποτέθνηκεν Plu.2.178e
; soὕλη ὡ. τέμνεσθαι Thphr.HP5.1.1
.2 in reference to age, in the prime of life, youthful, Hes.Op. 695: hence in the bloom of youth, opp. ἄωρος, X.Smp.8.21, Pl.R. 574c;ὡ. ἐὼν καὶ καλός Pi.O.9.94
;παιδίσκη ὡραιοτάτη Ar.Ach. 1148
(anap.), cf. Ra. 291, 514;παῖς ὡραῖος Id.Av. 138
: but not necessarily implying beauty,τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή Pl.R. 601b
;ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist.Rh. 1406b37
; cf. ὥρα (C) B. 11.3 generally, of things, beautiful, graceful, LXX Ge.3.6, 2 Ch.36.19, Ev.Matt.23.27;ἡ ὡ. πύλη τοῦ ἱεροῦ Act.Ap.3.10
, cf. 3.2.IV irreg. [comp] Sup.ὡραιέστατος Epich.186d
.V Adv.ὡραίως Hp.Aph.3.8
.
См. также в других словарях:
χειμῶνες — χειμών winter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το … Dictionary of Greek
Πυρηναία — Ορεινή αλυσίδα, μήκους 450 χλμ., που χωρίζει την Ιβηρική Χερσόνησο από τη Γαλλία. Τα Π. εκτείνονται στη διεύθυνση των παραλλήλων από το ακρωτήριο Κρέους στη Μεσόγειο έως το Ακρωτήριο Ιγκέρ στον Βισκαϊκό κόλπο· το ένα τρίτο της επιφάνειάς τους… … Dictionary of Greek