Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νιφοστιβής

См. также в других словарях:

  • νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… …   Dictionary of Greek

  • νιφοστιβεῖς — νιφοστιβής piled with snow masc/fem acc pl νιφοστιβής piled with snow masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοστιβέως — νιφοστιβής piled with snow adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»