Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χειμάρροος

См. также в других словарях:

  • χειμάρροος — winter flowing masc/fem nom sg χειμάρρους masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμάρροον — χειμάρροος winter flowing masc/fem acc sg χειμάρροος winter flowing neut nom/voc/acc sg χειμάρρους masc/fem acc sg χειμάρρους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμάρροοι — χειμάρροος winter flowing masc/fem nom/voc pl χειμάρρους masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»