Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χαυνότητα

См. также в других словарях:

  • χαυνότητα — η / χαυνότης, ητος, ΝΜΑ [χαῡνος] η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα αρχ. 1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ. β. «τὰ φυτὰ… …   Dictionary of Greek

  • χαυνότητα — η 1. η ιδιότητα του χαύνου, η πλαδαρότητα. 2. νωθρότητα, ατονία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαυνότητα — χαυνότης porousness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκχαυνώνω — (Α ἐκχαυνῶ, όω) 1. φέρνω κάποιον σε χαυνότητα, σε ανόητη κατάπληξη, τόν κάνω να χάσκει, να σαστίσει, τόν αποχαυνώνω 2. κάνω κάποιον ανόητα υπερόπτη ή αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • μαλακισμός — μαλακισμός, ὁ (Α) [μαλακίζομαι] εξασθένηση, χαυνότητα …   Dictionary of Greek

  • μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μυριοχαύνη — μυριοχαύνη, ἡ (Α) γυναίκα που κάνει άπειρα ακκίσματα, γεμάτη χαυνότητα, φιληδονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαύνη, θηλ. τού επιθ. χαῦνος] …   Dictionary of Greek

  • νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια …   Dictionary of Greek

  • νωθρώδης — νωθρώδης, ῶδες (ΑΜ) [νωθρός] μσν. ανόητος αρχ. αυτός που συνοδεύεται από νωθρότητα, από χαυνότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»