-
1 χαυνότης
χαυνότης, ητος, ἡ, Schlaffheit, lockeres, loses Wesen; von der Erde Xen. oec. 19, 11; – übertr., Nachlässigkeit, Liederlichkeit, auch Thorheit, Stolz, Aufgeblasenheit; οὐ δυνάμενον χαυνότητα ἀνοήτου ψυχῆς ἀπαλλάττειν Plat. Theaet. 175 b; Arist. eth. 2, 7.
-
2 ἀπ-αλλάσσω
ἀπ-αλλάσσω, att. - άττω, 1) losmachen, τὶ χερῶν, etwas aus den Händen lassen, Eur. Hec. 1222, Ggstz von ἔχειν, vgl. I. A. 323; σφαγῆς χεῖρ' ἀπαλλάξαι, die Hand vom Morde abziehen, I. T. 994; entfernen; entlassen, z. B. ἀζήμιόν τινα Plat. Legg. I, 648 c; vertreiben, Thuc. 1, 129; λύπας Plat Prot. 354 d; χαυνότητα Theaet. 175 b; τινὰ τῆς συγγενείας, aus der Verwandtschaft, Legg. XI, 929 a; δουλείαν, πόλεμον, beilegen, I, 628 b; λόγον, beendigen, Eur. Med. 786; σκεύη, wegschaffen, Xen. An. 3, 2, 28; Suid. erkl. ἀφανίζειν. Umgekehrt ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ Soph. Phil. 868, mich entläßt, verläßt. Vgl. noch Ar. Eccl. 1046 τὴν γραῠν μου, von mir entfernen, d. h. mich von ihr befreien; befreien, τινά τινος, πόνων Aesch. Prom. 775; Ar. Pax 886; μόρου Soph. Ant. 765; κακῶν Isocr. 4, 39; Folgde; seltener ἐκ, z. B. ἐκ γόων Soph. El. 284; ἐκ φόβου Andoc. 1, 59; ἑαυτοὺς ἐκ τοῦ ζῆν, sich tödten, Pol. 27, 2. Ebenso im pass., worin aor. I. häufiger als aor. II., u. nach Möris ἀπαλλάξομαι attisch für ἀπαλλαγήσομαι ist; bes. oft κακῶν, πόνων, δουλοσύνης, Her. 1, 170; φόβων Andoc. 1, 68; Xen. Cyr. 5, 2, 32; ἀπηλλαγμένοι αἰ. σχύνης, frei von Schande, Thuc. 3, 63; vgl. 1, 143; ἀπαλλαχϑέντες τῶν μακρῶν λόγων, ohne viele Worte zu machen, Soph. El. 1327; σκωμμάτων Ar. Plut. 316; τοῦ λέγειν Dem. Lpt. 58. – 2) intrans., weggehen, sich entfernen, ἀπό τινος Her. 1, 16; βίου ἀπαλλάξαι, abscheiden, Eur. Hel. 302; ἀϑῷος Plat. Soph. 254 d; bes. mit adv., κάκιον, schlimmer fortkommen, Plat. Rep. VI, 491 d; ῥᾷον, leichter davonkommen, dem voranstehenden σώζεσϑαι entsprechend, Xen. Cyr. 4, 1, 5; ὁ καταγελαστῶς ἀπαλλάξας Aesch. 2, 38; χεῖρον ἡμῶν άπηλλάχασιν Dem. 18, 65; αἰσχρῶς καὶ κακῶς Xen. Mem. 1, 7, 3; Pol. 3, 64 u. öfter; οὕτως ἀπήλλαξε ὁ στόλος Her. 5, 63; πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὸδοῠ; wie ist ihm der Weg bekommen? Xen. Mem. 3, 13, 6; auch mit dem partic., χαίροντες, μεῖον ἔχοντες, Her. 3, 69. Bei Sp. steht es fast gleich διακεῖσϑαι, z. B. ἐπισφαλῶς καὶ χαλεπῶς Plut. Tim. 17. – 3) Med., auch aor. pass., sich entfernen, fortmachen, so daß die Entfernung als Befreiung von etwas Lästigem erscheint, von Her. an häufig; ἐκ τῆς χώρας Her. 4, 164; ἀπ' ἀνδρός, sich trennen, Plat. Legg. IX, 868 d; ἀπ' ἀλλήλων, ἀπὸ τῆς στρατιᾶς, Xen. Cyr. 1, 2, 27 An. 7, 14; ἐς Πέρσας Her. 1, 4; ἐπὶ Θεσσαλίης 5, 64; πρός τινα, zu Einem übergehen, Xen. Cyr. 6, 1, 45; – mit u. ohne τοῦ βίου, sterben, Thuc. 2, 42; τοῠ ζῆν Pol. 11, 30; τινός, hinter Jemand zurückbleiben, ihm nachstehen, Her. 2, 144; ἀπαλλάγηϑι εἰπών, mach endlich fort u. sprich, Plat. Gorg. 491 c; ἀπαλλάχϑητι πυρώσας Eur. Cycl. 595. – 4) τοὺς χρηστάς Is. 5, 20; Dem. 33, 9; τοὺς δανείσαντας 34, 22, durch Bezahlen sie loswerden. Vor Gericht, ἀφῆκε καὶ ἀπήλλαξε Dem. 36, 25. 37, 1, eine Sache fallen lassen, aufgeben; ἀπήλλακται, die Sache ist abgemacht, wir sind übereingekommen, Plat. Lys. 220 b Phil. 67 a; vgl. Dem. 21, 198 u. 22. 39, wo es dem δίκην οὐ δοῦναι entspricht, freigesprochen sein.
-
3 ἤγουν
См. также в других словарях:
χαυνότητα — η / χαυνότης, ητος, ΝΜΑ [χαῡνος] η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα αρχ. 1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ. β. «τὰ φυτὰ… … Dictionary of Greek
χαυνότητα — η 1. η ιδιότητα του χαύνου, η πλαδαρότητα. 2. νωθρότητα, ατονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαυνότητα — χαυνότης porousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχαυνώνω — (Α ἐκχαυνῶ, όω) 1. φέρνω κάποιον σε χαυνότητα, σε ανόητη κατάπληξη, τόν κάνω να χάσκει, να σαστίσει, τόν αποχαυνώνω 2. κάνω κάποιον ανόητα υπερόπτη ή αλαζόνα … Dictionary of Greek
μαλακισμός — μαλακισμός, ὁ (Α) [μαλακίζομαι] εξασθένηση, χαυνότητα … Dictionary of Greek
μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
μυριοχαύνη — μυριοχαύνη, ἡ (Α) γυναίκα που κάνει άπειρα ακκίσματα, γεμάτη χαυνότητα, φιληδονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαύνη, θηλ. τού επιθ. χαῦνος] … Dictionary of Greek
νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek
νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια … Dictionary of Greek
νωθρώδης — νωθρώδης, ῶδες (ΑΜ) [νωθρός] μσν. ανόητος αρχ. αυτός που συνοδεύεται από νωθρότητα, από χαυνότητα … Dictionary of Greek