Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χασομερώ

См. также в других словарях:

  • χασομερώ — και χασομεράω χασομέρησα 1. χάνω την ημέρα μου χωρίς να εργάζομαι. 2. χρονοτριβώ, χάνω άδικα τον καιρό μου. 3. κάνω κάποιον να χασομερήσει, τον κάνω να αργήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασομερώ — και χασομεράω και χασομερνώ Ν [χασομέρης] 1. (αμτβ.) α) είμαι αργόσχολος β) χρονοτριβώ, καθυστερώ χωρίς λόγο γ) χάνω εργάσιμο χρόνο 2. (μτβ.) απασχολώ κάποιον από τη δουλειά του, τόν κάνω να καθυστερεί …   Dictionary of Greek

  • ανελιν(ν)ύω — ἀνελιν(ν)ύω (Α) χασομερώ, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)* + ελιν(ν)ύω «ξεκουράζομαι, αναπαύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ενδιατρίβω — (AM ἐνδιατρίβω) 1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.) 2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾱλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.) 3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω,… …   Dictionary of Greek

  • μακρομερίζω — (Μ μακρομερίζω) χάνω τον καιρό μου, χασομερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακροημερίζω με έκκρουση τού άτονου η < μακροήμερος] …   Dictionary of Greek

  • περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… …   Dictionary of Greek

  • τριψημερώ — έω, Α σπαταλώ τον χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτα, χασομερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + ἡμερῶ (< ἡμέρα), πρβλ. εὐ ημερῶ] …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς …   Dictionary of Greek

  • χρονοτριβώ — χρονοτριβῶ, έω, ΝΜΑ καθυστερώ, αργοπορώ, χασομερώ αρχ. παρατείνω κάτι επί μακρό χρονικό διάστημα, συνεχίζω κάτι για πολύ χρόνο («χρονοτριβεῑν τὸν πόλεμον ἐλπίζων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβῶ] …   Dictionary of Greek

  • χασομεράω — (σπάν. χασομερώ), χασομέρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»