Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαρτί

  • 121 клейкий

    επ.
    κολλώδης•

    -ие почки тополя τα κολλώδη μπουμπούκια της λεύκας•

    -ая бумага μυγοπαγίδα από κολλώδες χαρτί.

    Большой русско-греческий словарь > клейкий

  • 122 козырной

    κ. козырный
    επ.
    του κοζιού, του ατού, του τριόμφου•

    -ая карта χαρτί ατού•

    туз άσος ατού.

    Большой русско-греческий словарь > козырной

  • 123 компрессный

    επ.
    για κομπρέσα•

    -ая бумага χαρτί για κομπρέσες.

    Большой русско-греческий словарь > компрессный

  • 124 кюветка

    -и θ•. φωτογραφική λεκανίτσα (για πλάκες και χαρτί).

    Большой русско-греческий словарь > кюветка

  • 125 лакмус

    α.
    1. ηλιοτρόπιο.
    2. χαρτί ηλιοτροπίου ή ροκκέλης.

    Большой русско-греческий словарь > лакмус

  • 126 лакмусовый

    επ.
    ηλιοτροπικός• του ηλιοτρόπιου•

    -ая бумага χαρτί ηλιοτροπίου ή ροκκέλης.

    Большой русско-греческий словарь > лакмусовый

  • 127 маленький

    επ.
    1. μικρός•

    маленький дом μικρό σπίτι.

    || κοντός•

    -ое пальто κοντό πανωφόρι.

    || χαμηλός•

    маленький человек κοντός άνθρωπος.

    || σύντομος•

    -ая речь μικρός λόγος (ομιλία).

    || ολιγάριθμος•

    маленький отряд μικρό τμήμα.

    2. άσημος, ασήμαντος•

    -ая роль μικρός ρόλος•

    -ая перемена μικρή αλλαγή•

    я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.

    3. ανήλικος•

    -ие дети μικρά! παιδιά.

    ουσ. -ий, -ая μικρός•

    маленький плачет το μικρό κλαίει•

    -ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.

    εκφρ.
    по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•
    по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•
    маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός.

    Большой русско-греческий словарь > маленький

  • 128 марать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. λερώνω, μουτζουρώνω. || αμαυρώνω, επισκιάζω•

    марать репутацию δυσφημώ.

    2. κακογράφω, κακοζωγραφίζω• κακοσυνθέτω. || διαγράφω, σβήνω•

    марать целые страницы σβήνω ολόκληρες σελίδες.

    εκφρ.
    марать бумагу – γράφω τι ανάξιο (μόνο που λερώνω το χαρτί)•
    марать руки об кого, обо что – λερώνω τα χέρια (απαξιώ).
    1. λερώνομαι, μουτζουρώνομαι.
    2. μτφ. (απλ.) λερώνομαι, αισθάνομαι περιφρόνηση, απαξιώ•

    марать не хочется δε θέλω να λερωθώ•

    марать не стоит δεν αξίζει να λερωθεικα-νένας (απαξιώ).

    3. (για μικρά παιδιά) τα κάνω απάνω μου, λερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > марать

См. также в других словарях:

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

  • χαρτί — το 1. λεπτό φύλλο από συμπιεσμένες φυτικές ίνες (συνήθως) που χρησιμεύει κυρίως για γραφή, εκτύπωση, περιτύλιγμα αντικειμένων κτλ. 2. κάθε επίσημο έγγραφο, απολυτήριο, πτυχίο κ.ά.: Δεν πήρε ακόμα το χαρτί του. 3. τραπουλόχαρτο. 4. χαρτοπαιξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • ηλιογραφία — Μέθοδος για την αναπαραγωγή σχεδίων σε φωτογραφικό χαρτί, με άμεση επαφή ανάλογη με την κυανογραφία. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πλέον ουσιαστικά ιστορικές, μια και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες τεχνικές. Στην η. το σχέδιο (σε διαφανές… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»