Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χαλκοῦν

См. также в других словарях:

  • χαλκοῦν — χάλκεος of copper masc acc sg (attic epic) χάλκεος of copper neut nom/voc/acc sg (attic epic) χαλκόω turn to bronze pres part act masc voc sg χαλκόω turn to bronze pres part act neut nom/voc/acc sg χαλκόω turn to bronze pres inf act (epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мѣдѣныи — (3*) пр. То же, что мѣдьныи в 1 знач.: дасть емѹ дъщица мѣдены. (χαλκούν) ПНЧ XIV, 193а; в приходъ же его. тѣлища мѣдена˫а камена˫а и всѧка изва˫ани˫а. гла(с) дадѧть. Пал 1406, 78г; вспомѧни же ѥму и манасию. како ѿ мѣдена телища. своѥю мл(с)тию… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CHALCIOTIS — Minervae cognomen, quae et Χαλκίοικος, ἠ Α᾿θηνᾶ εν Σπάρτῃ, ἢ ὅτι χαλκοῦν οἶκον εἶχεν, ἢ διὰ τοὺς Χαλκιδεῖς τοὺς εν Εὐβοίἁ Φυγάδας αὐ τὸν κτίσαι, Suid. Vide Chalcioecus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DIOMEDES — I. DIOMEDES Grammaticus, multi ingenii vir. II. DIOMEDES Rex Aetoliae, Tydei et Deipylae fil. qui cum reliquis Graecis ad Troiam profectus adeo strenue se gessit, ut post Achillem et Aiacem Telamonem fortissimus haberetur. Nam praeter occisos a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OENOPIDES — vir Mathematicus ex Chio insula, Anaxagorâ aliquanto minor. Diodor. Sic. l. 1. Cum dedicaret in Olympiis tabulam, inscripsit in ea Astrologiam 59. ann. affirmans, hunc magnum esse annum, Aelian. Histor. var. l. 10. c. 7. Fuit autem tabula haec… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… …   Dictionary of Greek

  • καλομοίρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και τραυματίστηκε πολλές φορές. Μετά την αποκατάσταση κατατάχθηκε στην 11η τετραρχία της Φάλαγγας. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Πήρε μέρος σε πολλές …   Dictionary of Greek

  • λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο …   Dictionary of Greek

  • ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»