-
1 χαλκευτικός
χαλκευτικός, zum Kupfer- od. Eisenschmiede od. zur Schmiedekunst gehörig, darin geübt; ἔργα χαλκευτικά, Schmiedearbeit, Xen. Mem. 1, 1,7 Oec. 1, 1 Vect. 4, 4; ἡ χαλκευτική, sc. τέχνη, die Schmiedekunst, Arist. partt. an. 4, 6; D. L. 3, 100; Schol. Ar. Plut. 160.
-
2 χαλκευτικος
-
3 χαλκευτικός
χαλκευτικόςof: masc nom sg -
4 χαλκευτικός
χαλκευτικός, zum Kupfer- od. Eisenschmiede od. zur Schmiedekunst gehörig, darin geübt; ἔργα χαλκευτικά, Schmiedearbeit; ἡ χαλκευτική, sc. τέχνη, die Schmiedekunst -
5 χαλκευτικός
η, ό[ν] медницкий, относящийся к меднику -
6 χαλκευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκευτικός
-
7 χαλκευτικά
χαλκευτικόςof: neut nom /voc /acc plχαλκευτικά̱, χαλκευτικόςof: fem nom /voc /acc dualχαλκευτικά̱, χαλκευτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 χαλκευτικόν
χαλκευτικόςof: masc acc sgχαλκευτικόςof: neut nom /voc /acc sg -
9 χαλκευτικαί
χαλκευτικόςof: fem nom /voc pl -
10 χαλκευτικοί
χαλκευτικόςof: masc nom /voc pl -
11 χαλκευτική
χαλκευτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 χαλκευτικήν
χαλκευτικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 χαλκευτικών
-
14 χαλκευτικῶν
-
15 χαλκευτική
-
16 χαλκευτικῇ
-
17 χαλκευτικής
-
18 χαλκευτικῆς
-
19 χαλκευτικαίς
-
20 χαλκευτικαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαλκευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικός — ή, ό / χαλκευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαλκεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλκευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκευτική η τέχνη τού χαλκευτή (α. «ασχολείται με τη χαλκευτική» β. «ὥσπερ ἡ ἰατρική καὶ ἡ χαλκευτικὴ καὶ ἡ τεκτονική», Ξεν.) αρχ. ο… … Dictionary of Greek
χαλκευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαλκιά. 2. το θηλ. ως ουσ., χαλκευτική δηλώνει την τέχνη του χαλκιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκευτικά — χαλκευτικός of neut nom/voc/acc pl χαλκευτικά̱ , χαλκευτικός of fem nom/voc/acc dual χαλκευτικά̱ , χαλκευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικῶν — χαλκευτικός of fem gen pl χαλκευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικόν — χαλκευτικός of masc acc sg χαλκευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικαῖς — χαλκευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικαί — χαλκευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικοῖς — χαλκευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικοί — χαλκευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικοῦ — χαλκευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)