-
21 χαλκευτικοίς
-
22 χαλκευτικοῖς
-
23 χαλκευτικού
-
24 χαλκευτικοῦ
-
25 χαλκευτικώ
-
26 χαλκευτικῷ
-
27 χαλκευτικώς
-
28 χαλκευτικῶς
-
29 χαλκευτικάν
χαλκευτικά̱ν, χαλκευτικόςof: fem acc sg (doric aeolic) -
30 χαλκευτικάς
χαλκευτικά̱ς, χαλκευτικόςof: fem acc pl -
31 τεκτονικός
A practised or skilled in building, Pl.Grg. 460b: as Subst., a good carpenter or builder, Id.R. 443c, etc.; as opp. to a smith ([etym.] χαλκευτικός), X.Mem.1.1.7: ἡ -κή (sc. τέχνη) joiners' work, carpentry, freq. in Pl., Plt. 280c, al.; as opp. to smiths' work ([etym.] χαλκεία, ἡ χαλκευτική), Id.Prt. 324e, X.Oec. 1.1, cf. D.L.3.100: τὸ -κόν skill in carpentry, Pl.Cra. 416d.2 of or for a joiner or carpenter, ;χρεία Thphr. HP5.1.12
;κόλλα Gal.12.829
, CPHerm.p.77 (iii A.D.); τὰ τ. joinery, PMich.Zen.38.55 (iii B.C.); κεφάλαιον τεκτονικοῦ prob. in IG12.374.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεκτονικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαλκευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικός — ή, ό / χαλκευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαλκεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλκευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκευτική η τέχνη τού χαλκευτή (α. «ασχολείται με τη χαλκευτική» β. «ὥσπερ ἡ ἰατρική καὶ ἡ χαλκευτικὴ καὶ ἡ τεκτονική», Ξεν.) αρχ. ο… … Dictionary of Greek
χαλκευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαλκιά. 2. το θηλ. ως ουσ., χαλκευτική δηλώνει την τέχνη του χαλκιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκευτικά — χαλκευτικός of neut nom/voc/acc pl χαλκευτικά̱ , χαλκευτικός of fem nom/voc/acc dual χαλκευτικά̱ , χαλκευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικῶν — χαλκευτικός of fem gen pl χαλκευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικόν — χαλκευτικός of masc acc sg χαλκευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικαῖς — χαλκευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικαί — χαλκευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικοῖς — χαλκευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικοί — χαλκευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτικοῦ — χαλκευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)