-
1 χαλκευτικαίς
-
2 χαλκευτικαῖς
См. также в других словарях:
χαλκευτικαῖς — χαλκευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 χαλκευτικαίς
2 χαλκευτικαῖς
χαλκευτικαῖς — χαλκευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)