-
1 χαλεπός
χαλεπόςdifficult: masc nom sg -
2 χαλεπός
a of pers., troublesome χαλεπώτατοι ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ( χαλεπώτατοι Pindaro e Plut. tribuit Snell, cll. P. Oxy. 2245. 3; verba Pindari cum ἄγαν incipere censebant edd. vulg.) fr. 210.b c. inf., difficult χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων pr. N. 10.72c n. pl. pro subs., distress δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the soul) fr. 131b. 4.d frag. χαλεπα[ fr. 260. 4. -
3 χαλεπός
χαλεπός, comp. χαλεπώτερος: hard, difficult, dangerous, ἄεθλος; λιμήν, ‘hard to approach,’ Od. 11.622, Od. 19.189; personal const. w. inf., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, Il. 21.482; χαλεποὶ θεοὶ ἐναργεῖς φαίνεσθαι, ‘it is dangerous when gods appear, etc.’, Il. 20.131; oftener the impers. const. Of things, harsh, grievous, severe; γῆρας, μόχθος, ὀνείδη, ἔπεα, Il. 23.489; of persons, stern, angry, τινί, Od. 17.388.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαλεπός
-
4 χαλεπός
χαλεπός, ή, όν (s. next entry; Hom.+; ins, pap, LXX, TestSol, Philo; Jos., Ant. 4, 1 βίος, 13, 422 νόσος; Just., D. 1, 5; Tat.; comp. χαλεπώτερα Just., A II, 2, 6) pert. to being troublesome, hard, difficult καιροὶ χ. hard times, times of stress 2 Ti 3:1. Of words that are hard to bear and penetrate deeply (Hes., Works 332; Dio Chrys. 49 [66], 19) Hv 1, 4, 2 (w. σκληρός). Of pers. (Od. 1, 198; Chion, Ep. 15, 1f; SIG 780, 31; EpArist 289; Jos., Ant. 15, 98) hard to deal with, violent, dangerous Mt 8:28. Of animals (Pla., Pol. 274b; Ps.-X., Cyneg. 10, 23; Dio Chrys. 5, 5) B 4:5 (comp.). In the sense bad, evil (Cebes 6, 2 of the πόμα of Ἀπάτη) τὰ ἔργα τοῦ ἀγγέλου τῆς πονηρίας χ. ἐστι the deeds of the angel of wickedness are evil Hm 6, 2, 10.—Subst. τὰ χ. (that which is) evil (X., Mem. 2, 1, 23; POxy 1242, 36) MPol 11:1 (opp. τὰ δίκαια). ἀρχὴ πάντων χαλεπῶν φιλαργυρία everything that is acrimonious begins with love of money Pol 4:1 (cp. 1 Ti 6:10).—B. 651. DELG. M-M. Spicq. -
5 χαλεπός
A difficult (ὃ ἂν μὴ ῥᾴδιον ᾖ ἀλλὰ διὰ πολλῶν πραγμάτων γίγνηται Pl.Prt. 341d
: opp. ῥᾴδιος, Arist.Rh. 1363a24, in various relations):I in reference to the feelings, hard to bear, painful, grievous (so freq. in Hom.),κεραυνός Il.14.417
;θύελλα 21.335
;ἄνεμοι Od.12.286
;πόνος 23.250
; ἄλγος, πένθος, 2.193, 6.169;γῆρας Il.8.103
;ἄλη Od.10.464
;χαλεπώτερος ἄεθλος Hes.Th. 800
; ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων - ώτερα Hdt.6.40;χ. πνεῦμα A.Supp. 166
(lyr.); (lyr.); χαλεπώτατα [πράγματα] S.Tr. 1273 (anap.); (lyr.); νόσος, πλάνη, etc., X.Smp.4.37, Pl.Sph. 245e ([comp] Comp.), etc.; ; [θώρακες] δύσφοροι καὶ χ., of ill-fitting cuirasses, X.Mem.3.10.13: τὸ χ. τοῦ πνεύματος the severity of the wind, Id.An.4.5.4; τὰ χ. hardships, opp. τὰ τερπνά, Id.Mem.2.1.23, etc.;τερπνῶν χαλεπῶν τε κρίσις Pi.Fr. 131
, cf. Plot.5.9.14: [comp] Comp., more unpleasant, Jul.Or.6.202c.2 hard to do or deal with, difficult, irksome,- ώτατον ἔργον ἁπάντων Ar.Eq. 516
(anap.); cf. Th.3.59 ([comp] Sup.), etc.; χαλεπὰ τὰ καλά prov. ap.Pl.Hp.Ma. 304e, al., attributed to Solon by Sch. ad loc.;χαλεπὸν ὁ βίος X.Mem.2.9.1
, cf. Pl.Plt. 299e: c. inf. [voice] Act. or [voice] Med., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, Il.21.482; ; χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν [τὸ μῶλυ] Od.10.305;χ. προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc. 386
;χ. ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pi.N.10.72
;χ. προσπολεμεῖν Isoc.4.138
, cf. Th.7.51 ([comp] Comp.); χ. συγγενέσθαι, εὑρεῖν, γενέσθαι, Pl.R. 330c, 412b, 502c;χ. πάσχειν Id.Cri. 49b
([comp] Comp.): also c. inf. [voice] Pass., , cf. Th. 3.94, etc.;χαλεπὸν ληφθῆναι ὁ τόπος Arist.Ph. 212a8
; χαλεπόν [ἐστι] c. inf., 'tis hard, difficult to do, Od.4.651; c. acc. et inf., 'tis difficult for one to do.., Il.16.620, Od.20.313: c. dat. et inf., Il.21.184, Od.11.156.4 of ground, difficult, rugged,χωρία χ. καὶ πετρώδη Th.4.9
;ὁδός Id.5.58
, Pl.R. 328e;χ... καὶ προσάντης.. ὁδός ἐστιν Anaxandr.56
;πρόσοδοι X.An.5.2.3
; πορεία ib.5.6.10; σταθμός ib.4.5.3; χωρίον -ώτατον a place most difficult to take, ib.4.8.2.II of persons, hard to deal with, cruel, harsh, stern (opp. πρᾷος, Pl.R. 493b ([comp] Sup.), Arist.EN 1126a26), βασιλεύς, δαίμων, Od.2.232, 19.201;χαλεποί τε καὶ ἄγριοι 8.575
;- ώτερος
a more bitter enemy,Th.
3.40; - ώτατοι most difficult to deal with, most dangerous or troublesome, ib.42, cf. 7.21;- ώτεροι πάροικοι Id.3.113
;χαλεπόν γε θυγάτηρ κτῆμα Men.18
: c. dat. pers., cruel or harsh towards one, Od.17.388; , etc.; πρὸς τοὺς πολεμίους, τοὺς ἀγνῶτας, Pl.R. 375c, Arist.Pol. 1328a8 (alsoπρὸς τοὺς δρόμους X.Cyn.5.17
);ἐπὶ νύμφαις ἀλλοτρίαις Theoc. 22.145
.b of words,χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Il.2.245
, etc.;ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χ. Od.17.395
; χ. ὀνείδεα, ὁμοκλαί, Il.3.438, Od.17.189;φῆμις 14.239
;μῆνις Il.5.178
.c esp. of judges,ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χ. Hdt. 1.100
, cf. Pl.Criti. 107d, And.4.36; alsoχ. ἀρχή Th.1.77
; ([comp] Comp.); ([comp] Comp.), D.21.44, 35.50.d savage, fierce,κύνες X.An.5.8.24
, Cyn.10.23; of bees, Arist.HA 624b30 ([comp] Comp.); [θηρία] χ. τὰς φύσεις Pl.Plt. 274b
.2 ill-tempered, testy,χ. ὢν καὶ δύσκολος Ar.V. 942
, cf. Isoc.19.26;ὀργὴν χ. Hdt.3.131
; χαλεπῇ τῇ χειρί with a rough hand, Ar.Lys. 1116.3 of plants, hurtful to the soil, Thphr.HP8.9.3 ([comp] Sup.).B Adv. - πῶς hardly, with difficulty,διαγνῶναι χ. ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il.7.424
;χ. δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20.186
;χ. κε φύγοις κακόν Hes.Op. 684
;χ. ὀργὰς μεταβάλλουσιν E.Med. 121
(anap.);χ. γνῶναι Antipho 3.2.1
;τὰ τοῖς ἄλλοις χ. εὑρημένα ῥᾳδίως μανθάνειν Isoc.1.18
, cf. 44; οὐ or μὴ χ. without much ado, Th.1.2, 7.81, etc.2 hardly, scarcely,δοκέω.. χ. ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι Hdt.7.103
;χ. παρὰ τοῖς ἐχθροῖς εὑρεθήσεται Lys.29.2
;χ. ἂν πείσαιμι Pl.Phd. 84d
.3 χ. ἔχει, = χαλεπόν ἐστι, Th.3.53: c. acc. et inf., X.HG 7.4.6.II of persons, angrily, cruelly, harshly,χ. τιμωρεῖσθαι Id.3.46
;ἀποκρίνασθαι Id.5.42
, cf. E.Hipp. 203 (anap.), Ar.Pl.60, Pl.Phdr. 269b; χ. φέρειν τι take it ill, Th.2.16, Pl.R. 330a, etc.; also χ. ἔφερον τῷ πολέμῳ, τοῖς πράγμασιν, X.HG5.1.29, An. 1.3.3;ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ Id.HG7.4.21
, cf. D.H.3.50; alsoχ. φέρειν τινός Th.2.62
; alsoχ. λαμβάνεσθαι τοῦ παιδός Hdt.2.121
.δ; χ. λαμβάνειν περί τινος Th.6.61
; of the laws (cf. supr. 11.1c),χ. προστάττειν Pl.Lg. 925d
.2 freq. in the phrase χ. ἔχειν to be angry, X.An.6.4.16, etc.; τινι with one, Id.HG1.5.16;πρὸς τοὺς λόγους Isoc.3.3
, cf. 51; χ. ἔχειν τισὶν ἐπί τινι with persons for a thing, D.20.135, cf. Plu.Cic.43;χ. διακεῖσθαι πρὸς ἅπαντας Isoc.Ep. 7.5
;χ. πρὸς φιλοσοφίαν διακεῖσθαι Pl.R. 500b
;χ. πρὸς ἡμᾶς διετέθησαν Isoc.8.79
;ἐπί τινι χ. διατεθείς Plu.Per.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλεπός
-
6 χαλεπός
-ή,-όν + A 0-0-1-0-10=11 Is 18,2; 2 Mc 4,4.16; 6,3; 4 Mc 8,1χαλεπώτεροςharder, more difficult to bear Sir 3,21Cf. LARCHER 1983, 311; SPICQ 1978a, 955-956; →NIDNTT -
7 χαλεπωτάτω
χαλεπόςdifficult: masc /neut nom /voc /acc superl dualχαλεπόςdifficult: masc /neut gen superl sg (doric aeolic)——————χαλεπόςdifficult: masc /neut dat superl sg -
8 χαλεπωτέρω
χαλεπόςdifficult: masc /neut nom /voc /acc comp dualχαλεπόςdifficult: masc /neut gen comp sg (doric aeolic)——————χαλεπόςdifficult: masc /neut dat comp sg -
9 χαλεπά
χαλεπόςdifficult: neut nom /voc /acc plχαλεπά̱, χαλεπόςdifficult: fem nom /voc /acc dualχαλεπά̱, χαλεπόςdifficult: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 χαλεπώτερον
χαλεπόςdifficult: adverbial compχαλεπόςdifficult: masc acc comp sgχαλεπόςdifficult: neut nom /voc /acc comp sg -
11 χαλεπωτάτη
χαλεπόςdifficult: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————χαλεπόςdifficult: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
12 χαλεπωτάτων
χαλεπόςdifficult: fem gen superl plχαλεπόςdifficult: masc /neut gen superl pl -
13 χαλεπωτέραις
χαλεπόςdifficult: fem dat comp plχαλεπωτέρᾱͅς, χαλεπόςdifficult: fem dat comp pl (attic) -
14 χαλεπωτέρων
χαλεπόςdifficult: fem gen comp plχαλεπόςdifficult: masc /neut gen comp pl -
15 χαλεπόν
χαλεπόςdifficult: masc acc sgχαλεπόςdifficult: neut nom /voc /acc sg -
16 χαλεπώτατα
χαλεπόςdifficult: adverbial superlχαλεπόςdifficult: neut nom /voc /acc superl pl -
17 χαλεπώτατον
χαλεπόςdifficult: masc acc superl sgχαλεπόςdifficult: neut nom /voc /acc superl sg -
18 χαλεπαί
χαλεπόςdifficult: fem nom /voc pl -
19 χαλεποί
χαλεπόςdifficult: masc nom /voc pl -
20 χαλεπούς
χαλεπόςdifficult: masc acc pl
См. также в других словарях:
χαλεπός — difficult masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό 1. δύσκολος: Το έργο αυτό είναι χαλεπό. 2. κοπιώδης, επίπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλεπά — χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπώτερον — χαλεπός difficult adverbial comp χαλεπός difficult masc acc comp sg χαλεπός difficult neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc superl dual χαλεπός difficult masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτων — χαλεπός difficult fem gen superl pl χαλεπός difficult masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέραις — χαλεπός difficult fem dat comp pl χαλεπωτέρᾱͅς , χαλεπός difficult fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc comp dual χαλεπός difficult masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρων — χαλεπός difficult fem gen comp pl χαλεπός difficult masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπῶν — χαλεπός difficult fem gen pl χαλεπός difficult masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)