-
1 χαλεπωτάτη
χαλεπόςdifficult: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————χαλεπόςdifficult: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
2 χαλεπωτάτῃ
Βλ. λ. χαλεπωτάτη -
3 δυσαντίβλεπτος
δῠσαντί-βλεπτος, ον,A hard to look in the face, Plu.Marc.23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.ND20
; hard to face,ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. in Metaph.178.30
; hard to vie with, Philostr. Jun.Im.Praef.;ὠφέλεια Agathin.
ap. Orib.10.7.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαντίβλεπτος
См. также в других словарях:
χαλεπωτάτη — χαλεπός difficult fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτῃ — χαλεπός difficult fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek