-
81 χαλεποῖο
-
82 χαλεποίς
-
83 χαλεποῖς
-
84 χαλεποίσι
-
85 χαλεποῖσι
-
86 χαλεποίσιν
-
87 χαλεποῖσιν
-
88 χαλεπού
-
89 χαλεποῦ
-
90 χαλεπωτέραν
χαλεπωτέρᾱν, χαλεπόςdifficult: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
91 χαλεπώι
-
92 χαλεπῶι
-
93 χαλεπώς
-
94 χαλεπῶς
-
95 χαλεπάν
χαλεπά̱ν, χαλεπόςdifficult: fem acc sg (doric aeolic) -
96 χαλεπάς
χαλεπά̱ς, χαλεπόςdifficult: fem acc pl -
97 βριμός
βρῑμ-ός· μέγας, χαλεπός, Hsch. -
98 θοινατήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινατήρ
-
99 παγχάλεπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγχάλεπος
-
100 προεῖδον
προεῖδον, [tense] aor. with no [tense] pres. in use, προοράω being used instead, part. προϊδών, inf. προϊδεῖν:—A look forward,ὀξὺ μάλα προϊδών Od.5.393
; see beforehand, catch sight of,μή πώς με προϊδὼν.. ἀλέηται 4.396
;ὅτε προΐδωσιν ἰόντα κίρκον Il.17.756
, cf. 18.527, Hdt.3.14:—[voice] Med.,προΐδωνται Od.13.155
;χαλεπὸς προϊδέσθαι καπρός Hes.Sc. 386
(v.l. προσιδ-).2 foresee, portend, κακότητος ἀνάγκας Orac. ap. Hdt.7.140;ἐσσόμενον Pi.N.1.27
: abs., Pl.Lg. 691b:—[voice] Med., X.An.6.1.8, D.9.68, etc.II take thought for,ἡμέων οἰκοφθορημένων Hdt.8.144
; καθ' ἡσυχίαν τι αὐτῶν (sc. τῶν ἀποβαινόντων) Th.1.83:—mostly in [voice] Med., προϊδόμενος ( προειδομένους codd.)αὐτῶν Id.4.64
;τοῦ μέλλοντος προϊδέσθαι D.C.45.19
;ὅπως μὴ.. D.54.17
;προϊδέσθαι ὑπέρ τινος Id.23.134
; οὐδὲν τοῦ χωρίου προείδετο did not worry about.., D.C.56.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεῖδον
См. также в других словарях:
χαλεπός — difficult masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό 1. δύσκολος: Το έργο αυτό είναι χαλεπό. 2. κοπιώδης, επίπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλεπά — χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπώτερον — χαλεπός difficult adverbial comp χαλεπός difficult masc acc comp sg χαλεπός difficult neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc superl dual χαλεπός difficult masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτάτων — χαλεπός difficult fem gen superl pl χαλεπός difficult masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέραις — χαλεπός difficult fem dat comp pl χαλεπωτέρᾱͅς , χαλεπός difficult fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρω — χαλεπός difficult masc/neut nom/voc/acc comp dual χαλεπός difficult masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπωτέρων — χαλεπός difficult fem gen comp pl χαλεπός difficult masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπῶν — χαλεπός difficult fem gen pl χαλεπός difficult masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)