-
1 χαλίφρων
χαλίφρωνlight-minded: masc /fem nom /voc sg -
2 χαλίφρων
A light-minded, thoughtless, joined with νήπιος, 4.371, 19.530; of Dionysus (cf. χάλις), AP9.524.23.II of yielding temper, pliable,χ. νεύματα κούρης Musae. 117
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλίφρων
-
3 χαλίφρων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαλίφρων
-
4 χαλίφρον
χαλίφρωνlight-minded: masc /fem voc sg -
5 χαλίφρονα
χαλίφρωνlight-minded: masc /fem acc sg -
6 χαλίφρονας
χαλίφρωνlight-minded: masc /fem acc pl -
7 χαλίφρονες
χαλίφρωνlight-minded: masc /fem nom /voc pl -
8 χαλίφρονι
χαλίφρωνlight-minded: masc /fem dat sg -
9 χαλίφρονος
χαλίφρωνlight-minded: masc /fem gen sg -
10 χάλις
-
11 χαυνόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαυνόφρων
-
12 ἀκρατόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρατόφρων
-
13 χαλιφρονέω
χαλι-φρονέω ( χαλίφρων): only part. as adj., thoughtless, indiscreet, Od. 23.13†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαλιφρονέω
См. также в других словарях:
χαλίφρων — light minded masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. ασύνετος, απερίσκεπτος («νήπιός εἰς, ὦ ξεῑνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων», Ομ. Οδ.) 2. ενδοτικός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «χαλίφρων κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας, ἤγουν ἀσύνετος» β) «χαλίφρονας... βέλτιον δὲ τὰς καταφερεῑς καὶ… … Dictionary of Greek
χαλίφρον — χαλίφρων light minded masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονα — χαλίφρων light minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονας — χαλίφρων light minded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονες — χαλίφρων light minded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονι — χαλίφρων light minded masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίφρονος — χαλίφρων light minded masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλιφρονώ — έω, Α [χαλίφρων, όνος] είμαι χαλίφρων*, απερίσκεπτος («καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
шалить — ю, шалеть, ею беситься, сходить с ума , шаль ж., род. п. и шалость, резвость, бешенство , шалый, укр. шалiти сходить с ума , шалений сумасшедший , шалатися шляться , блр. шалець беситься , шалiць шалить , русск. цслав. шале{}нъ furens , болг.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek