-
1 χαυνόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαυνόφρων
См. также в других словарях:
χαυνόφρων — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων, ὀλιγό φρων) … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek