-
1 χίδρον
-
2 χῖδρον
-
3 χίδρον
-
4 χῖδρον
A unripe wheaten-groats, rubbed from the ear in the hands, Ar.Eq. 806 (anap.), Pax 595 (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), PCair.Zen.129.13 (iii B. C.), Alex.Trall.1.13, 2.1, al.;νέα πεφρυγμένα χ. LXX Le.2.14
, cf. 23.14: sg., Alcm.75; [full] χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; [full] χέδρα is v.l. in Ph.1.180. -
5 χίδρον
-
6 χίδρον
-ου τό N 2 3-0-0-0-0=3 Lv 2,14.16; 23,14groat, hulled kernelCf. WALTERS 1973 98.303 -
7 χίδρα
χῖδραunripe wheaten-groats: neut nom /voc /acc plχῖδρονunripe wheaten-groats: neut nom /voc /acc pl -
8 χῖδρα
χῖδραunripe wheaten-groats: neut nom /voc /acc plχῖδρονunripe wheaten-groats: neut nom /voc /acc pl -
9 χίδροις
χί̱δροις, χῖδραunripe wheaten-groats: neut dat plχί̱δροις, χῖδρονunripe wheaten-groats: neut dat pl -
10 χίδρου
χί̱δρου, χῖδρονunripe wheaten-groats: neut gen sg -
11 χίδρω
-
12 χίδρῳ
-
13 χίδρων
χί̱δρων, χῖδραunripe wheaten-groats: neut gen plχί̱δρων, χῖδρονunripe wheaten-groats: neut gen pl -
14 χιδρίας
-
15 χιδροπώλης
χιδρο-πώλης, ὁ, der mit χίδρον handelt -
16 κίδραι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίδραι
См. также в других словарях:
χῖδρον — unripe wheaten groats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη … Dictionary of Greek
χίδρυ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. τού καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. τής οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. τού… … Dictionary of Greek
χίδρα — (I) και δ. γρφ. χέδρα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χίδρα στάχυες νεογενεῑς ἤ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα ἤ σῑτος νέος φρυττόμενος ἤ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί τού πληθ. χῖδρα τής λ. χῖδρον*]. (II) τὰ, Α βλ. χῑδρον … Dictionary of Greek
κίδναι — κίδναι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ ἐγχώριοι πεφρυγμέναι κριθαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τού κίδραι. Βλ. λ. χίδρον] … Dictionary of Greek
χιδρίας — ὁ, Α φρ. «χιδρίας πυρός» χλωρό σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῖδρον «χλωρός σίτος» + κατάλ. ίας*] … Dictionary of Greek
χιδροπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλά χῑδρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῖδρον «χλωρός σίτος» + πώλης*] … Dictionary of Greek
ՄՈՒՐԿ — (մրկի, կաց.) NBH 2 0301 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c գ. (յորմէ ռմկ. էրել մրկել ). χίδρον (որ է Հասկ. որպէս դնի եւ ի Հին բռ. ). arista, spica, far. Ինչ մի մրկեալ՝ խանձեալ՝ խորովեալ՝ յարեգակնէ կամ ʼի հրոյ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χῖδρα — unripe wheaten groats neut nom/voc/acc pl χῖδρον unripe wheaten groats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίδροις — χί̱δροις , χῖδρα unripe wheaten groats neut dat pl χί̱δροις , χῖδρον unripe wheaten groats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίδρου — χί̱δρου , χῖδρον unripe wheaten groats neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)