-
1 χιδρο-πώλης
χιδρο-πώλης, ὁ, der mit dem Vorigen handelt, Poll. 7, 199, Bekker, vulg. ἰτροπώλης.
-
2 χιδροπώλης
χιδρο-πώλης, ὁ, der mit χίδρον handelt
1 χιδρο-πώλης
χιδρο-πώλης, ὁ, der mit dem Vorigen handelt, Poll. 7, 199, Bekker, vulg. ἰτροπώλης.
2 χιδροπώλης