Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

χέρα

См. также в других словарях:

  • χέρα — η, Ν 1. μεγάλο και δυνατό χέρι 2. (διαλ. τ.) χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α: κεφάλι). Ο τ. χέρα χρησιμοποιείται, ωστόσο, σε ορισμένες διαλέκτους (όπως λ.χ. στην κρητική) χωρίς μεγεθ. σημ. αντί τού τ. χέρι] …   Dictionary of Greek

  • χέρα — η μεγάλο χέρι, χερούκλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χέρα — χείρ b. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρ' — χέρα , χείρ b. fem acc sg χέρε , χείρ b. fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CIBORIUM — non unâ significatione Gtaecis et Romanis notum. Scriptoribus vero Ecclesiasticis pro arca, nec non pyride, seu scriniolo, super altare, quô Sacramentum conservatur in Larina Ecclesia. Pluries in Ecclesiasticae supellectilis catalogis. Vide Henr …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DISCUS — I. DISCUS cuius iactu in ludis sollennibus olim apud Graecos certatum, in Pentathlo inprimis, seu Quinqvertio, erat βαρὺς λίθος, gravis lapis, ut habet Glossogr. Graecus, seu rotunda quaedam moles saxea, vel etiam plumbea, sive ferrea, quam qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ISMENUS — fluv. Boeotiae, etiamnum Ismeno, non proculab Aulide in Euripum Euboicum influens Plin. l. 4. c. 7. Ab Ismeno, Pelasgi fil. Inde Ismenius pro thebanus et Apollo Ismenius. Steph. Nomen habet ab impinguando (verbo detur venia) id enitn Hebraeis est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • ζήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα, της Ωρειθυίας. Συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία. Μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Κάλαϊ, απάλλαξαν τον τυφλό μάντη Φινέα από τις Άρπυιες, που άρπαζαν την τροφή του. *… …   Dictionary of Greek

  • καταχωστά — επίρρ. κρυφά, απαρατήρητα («απόκουρφα βγάνει το δαχτυλίδι, με πονηριά, καταχωστά στη χέρα της τό δίδει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χωστά «κρυφά»] …   Dictionary of Greek

  • κοντάρι — το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν) επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. καμάκι αλιευτικό 2. κάθε επιμήκης ράβδος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»