-
1 χάρμα
χάρμα, ατος, τό, eine Freude, ein Vergnügen, ein Gegenstand, der Einem Freude od. Vergnügen macht, χάρμα τινί, Hom. im plur. Od. 6, 185; Hes. O. 703; ἄπονον χάρμα ἔλαβον Pind. Cl. 11, 73; καλλίνικον ἀγαπάζω I. 4, 61, u. öfter, u. Tragg., wie Aesch. Ag. 257; sp. D., βροτῶν χάρμα ῥόδον Anacr. 53, 51; – bes. auch Gegenstand der Schadenfreude, Il. 3, 51. 6, 82. 10, 193. 23, 342, wie λυπρά, χάρματα δ' ἐχϑροῖς Aesch. Pers. 991; – übh. Freude, Vergnügen; Od. 19, 471; H. h. Cer. 372. 411; Hes. Sc. 400; Soph. frg. 563; Eur. Ggstz von γόος, Mel. 328; ὡς ἐπὶ χάρμασιν λέγω Phoen. 1549, u. öfter.
-
2 δυς-μενής
δυς-μενής, ές, feindlich gesinnt, feindselig, feindlich, Apoll. Lex. Hom. p. 61, 5 Δυσμενέων· τῶν ἐχϑρῶν; Sanskrit. dur-manâs, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, p. 205. Bei Homer oft, aber nur im plural. Beispiele: adjektivisch, ἀνδρῶν δυσμενέων Odyss. 4, 246, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν Iliad. 6, 453, ἄνδρας δυσμενέας Iliad. 10, 40; substantivisch, Feinde, δυσμενέων Iliad. 19, 62, δυσμενέεσσι Odyss. 17, 289. Δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Odyss. 14, 85; Gegensatz εὐμενέτης Odyss. 6, 184, πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, χαρματα δ' εὐμενέτῃσι. – Pind. P. 8, 10 N. 9, 38; Tragg. oft, theils absol., der Feind, neben πολέμιος Soph. Phil. 1307, theils τινί; u. so auch in Prosa, von Her. 3, 82 an; compar., Plat. Prot. 817 b. – Selten von Sachen, χοαί Soph. El. 435. – Adv. δυςμενῶς, z. B. ἔχειν τινί, Isocr. 3, 5.
-
3 ἌΛΓος
ἌΛΓος, τό, der Schmerz, körperlich und geistig, Hom. oft, z. B. Iliad. 1, 2 μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔϑηκεν, 2, 39 ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι, 2, 375 μοὶ Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 2, 721 κρατέρ' ἄλγεα πάσχων, 3, 97 ἄλγος ἱκάνει ϑυμὸν ἐμόν, 5, 384 χαλέπ' ἄλγε' ἐπ' ἀλλήλοισι τιϑέντες, 5, 394 μὶν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος, 6, 462 σοὶ δ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος, 9, 321 πάϑον ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 346 ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά, 18, 224 ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα ϑυμῷ, 18, 395 μ' ἄλγος ἀφίκετο, 22, 53 ἄλγος ἐμῷ ϑυμῷ καὶ μητέρι, λαοῖσιν δ' ἄλλοισι μινυνϑαδιώτερον ἄλγος ἔσσεται, 24, 568 μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι ϑυμὸν ὀρίνῃς, 24, 522 ἄλγεα δ' ἔμπης ἐν ϑυμῷ κατακεῖσϑαι ἐάσομεν, 24, 742 ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά, Od. 1, 34 αὐτοὶ ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν, 2, 41 μάλιστα δέ μ' ἄλγος ἱκάνει, 2, 193 χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος, 2, 343 ἄλγεα πολλὰ μογήσας, 5, 84 δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, 5, 302 ἥ μ' ἔφατ' ἐν πόντῳ ἄλγε' ἀναπλήσειν, 6, 184 πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι, 7, 212 τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην, 8, 182 ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι, 9, 75 ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες, 11, 279 τῷ δ' ἄλγεα κάλλιπ' ὀπίσσω πολλὰ μάλ', ὅσσα τε μητρὸς ἐρινύες ἐκτελέουσιν, 12, 427 Νότος, φέρων ἐμῷ ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 90 μάλα πολλὰ πάϑ' ἄλγεα ὃν κατὰ ϑυμόν, 13, 319 ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 14, 32 ἀεικέλιον πάϑεν ἄλγος, 14, 310 ἔχοντί περ ἄλγεα ϑυμῷ, 15, 345 ὅν κεν ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 15, 400 μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, 19, 330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω, 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, 20, 203 μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν, 21, 88 ᾗ τε καὶ ἄλλως κεῖται ἐν ἄλγεσι ϑυμός, 25, 352 ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ ϑεοὶ ἄλλοι ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης. – Tragg. u. Sp. D.; selten in att. Prosa.
-
4 ἐσθλός
ἐσθλός, dor. ἐσλός, Pind., wie ἀγαϑός, gut, tüchtig in seiner Art, brav, edel, von Hom. an bes. bei Dichtern gebräuchlich. Gew. von Menschen, tapfer, Ggstz κακός, Il. oft, ἔν τινι, tüchtig in Etwas, 15, 283; von Heerführern u. Fürsten, auch von dem Sauhirten, Od. 16, 557; ϑηρητήρ, ἀγορητής, ἡγεμών, jeder tüchtig in seiner Art; Πέλοψ, Pind. N. 2, 21; κήρυξ, ἄγγελος, Ol. 13, 96 P. 4, 278; von Helden, Aesch. Pers. 31. 313; übertr., δωμάτων κύνα ἐσϑλήν, der treue Wächter des Hauses, Ag. 594; φίλον ἐσϑλόν Soph. O. R. 311; ἀνήρ Ai. 1324 u. öfter; bes. vom Edlen, Ggstz κακός, Phil. 96 Ant. 38; Eur. u. sp. D., auch c. inf., Ap. Rh. 1, 106. 3, 917 u. sonst; bei Plat. nur in Dichterstellen; sonst noch Xen. Cyr. 1, 5, 9; Luc. Dea Syr. 15 u. Plut. – Ueber die Abstufungen des Begriffs vgl. ἀγαϑός, mit dem es auch die Bdtg des Reichen gemein hat; Hes. O. 214. – Von edlen Rossen, Il. 23, 348. – Von Dingen u. Zuständen, νόος, νόημα, μένος, βουλή, φάτις u. ä., gut, was seinem Zweck entspricht; φάρμακα, wirksame Heilmittel; ὄρνιϑες, Glück bedeutende, Od. 24, 311; ὕπαρ 19, 547; κλέος Pind. P. 4, 175; χάρματα Ol. 2, 21; ἀλεὴς ὕπνος ἐσϑλός Soph. Phil. 847; τύχη O. C. 1502; γάμοι Eur. I. A. 609; φῆμαι Hel. 1298. Neutr. τὸ ἐσϑλόν, das Glück, Il. 24, 530; auch ἐσϑλόν mit dem inf., es hilft, nützt, 24, 301; τὰ ἐσϑλά, Güter, Od. 10, 523; so bei Folgdn oft, πολλῶν γὰρ ἐσϑλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην Aesch. Ag. 341; λόγῳ μὲν ἐσϑλά, τοῖσι δ' ἔργοισι κακά Soph. O. C. 768; Eur. u. sp. D. – Den compar. ἐσϑλότερος hat Antiphil. 10 (IX,156); den superl., βασιλῆος ἐσϑλοτάτου, Philp. 47 (VI, 240).
См. также в других словарях:
χάρματα — χάρμα source of joy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρματ' — χάρματα , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc pl χάρματι , χάρμα source of joy neut dat sg χάρματε , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμενέτης — εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α) (ποιητ. τ. τού ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ έτα «ηχηρός», οικ έτης «υπηρέτης … Dictionary of Greek