-
1 χαρμα
I- ατος τό [χαίρω]χ. τινὴ ἔσεσθαι или γενέσθαι Hom. — стать причиной чьей-л. радости;
λυπρά, χάρματα ἐχθροῖς Aesch. — несчастья, доставляющие радость врагам2) радость Hom., HH., Hes., Trag., Plut.IIἥ дор. = χάρμη См. χαρμη
См. также в других словарях:
χάρματα — χάρμα source of joy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρματ' — χάρματα , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc pl χάρματι , χάρμα source of joy neut dat sg χάρματε , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμενέτης — εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α) (ποιητ. τ. τού ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ έτα «ηχηρός», οικ έτης «υπηρέτης … Dictionary of Greek